ΤΟ ΠΙΟ ΔΎΣΚΟΛΟ και ακανθώδες ζήτημα για την περιβόητη υπόθεση της ανασύνθεσης και πολιτικής έκφρασης του λεγόμενου «προοδευτικού χώρου», είναι μπροστά. Το λιγότερο δύσκολο -αν όχι το εύκολο- ήδη ξεκίνησε. Άνοιξε δηλαδή η συζήτηση για την αναγκαιότητα συγκλίσεων και συνθέσεων στον άλλοτε κραταιό πολιτικά και κοινωνικά χώρο της Κεντροαριστεράς – Αριστεράς. Σε αυτό συνέβαλαν τα μέγιστα και τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών, όπου παρά την μεγάλη φθορά της ΝΔ, τα κόμματα της Κεντροαριστεράς-Αριστεράς (και πρωτίστως ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά) είδαν στασιμότητα ή και υποχώρηση των ποσοστών τους. Δεν καρπώθηκαν τίποτα από την εκλογική αιμορραγία της ΝΔ. Μόνο βέβαια που η συζήτηση αυτή, έστω και περιορισμένα, είχε ανοίξει πολύ πριν την εκλογική αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου, με πιο χαρακτηριστική την εκδήλωση στο θέατρο «ΑΛΦΑ» με τους Διονύση Τεμπονέρα, Μανώλη Χριστοδουλάκη και Έφη Αχτσιόγλου και με τον τίτλο «Απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος ;».
Οι επονομαζόμενες «καλές προθέσεις», αν και με αποχρώσεις και εντάσεις, στο ταραχώδες πολιτικό τοπίο της Κεντροαριστεράς-Αριστεράς, διατυπώθηκαν από πολλές πλευρές. Αλλά μένει αναπάντητο για την ώρα το πως θα γίνει αυτό και υπό ποιο σχήμα ή «καπέλο» θα προχωρήσει η ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου ώστε να ξαναμπεί σε τροχιά κυβερνητικής εξουσίας και να αποτελέσει την εναλλακτική λύση απέναντι στη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στη δημόσια συζήτηση υπάρχουν επικλήσεις παραδειγμάτων από την ελληνική εμπειρία, όπως το παράδειγμα του Γεωργίου Παπανδρέου με την Ένωση Κέντρου πριν την Χούντα. Έδωσε μεν ανάσα αλλά ήταν «εύθραυστη», γι’ αυτό και η αποστασία και η υπονόμευσή της από το Παλάτι, πέτυχαν να την ανατρέψουν, αν και μετά τις βραχύβιες κυβερνήσεις των αποστατών ο «Γέρος της Δημοκρατίας» θα κέρδιζε τις εκλογές αν δεν προλάβαιναν πρώτα οι «Συνταγματάρχες». Προηγήθηκε η ΕΔΑ, που αν δεν ήταν το καλπονοθευτικό «τριφασικό» εκλογικό σύστημα και «δέντρα που ψήφιζαν» πιθανότατα να μην περιορίζονταν μόνο στο ρόλο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, ένα «κόμμα μαζών» και ταυτόχρονα πολυσυλλεκτικό, στη μεταπολίτευση πέτυχε την πλήρη ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου και έμεινε κυρίαρχο στην πολιτική ζωή με αυτοδυναμίες μέχρι την χρεοκοπία και τα μνημόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα «συμμάζεψε» και σε μεγάλο βαθμό ανασυνέθεσε τον χώρο, όμως ποτέ δεν κυβέρνησε αυτοδύναμος και χρειάστηκε «συμπλήρωμα» τους «Ανεξάρτητους Έλληνες».
Επικλήσεις γίνονται και στην Γαλλική εμπειρία κυρίως με τον σχηματισμό του Νέου Λαϊκού Μετώπου (Ανυπότακτη Γαλλία, ΚΚ, Σοσιαλιστές, Οικολόγοι). Μόνο που κατ’ όνομα και μόνο παραπέμπει στο μεγαλειώδες «Λαϊκό Μέτωπο» μιας εξαίρετης πολιτικής φυσιογνωμίας, του Λέο Μπλουμ, που αν και ανέλαβε λίγο πριν τον Μεγάλο Πόλεμο, το πρόγραμμα του και οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και στα σχολεία. Στη Γαλλία το σύστημα των δύο γύρων διευκολύνει συγκλίσεις και αλληλοϋποστηρίξεις, όμως μετά τον αείμνηστο Μιτεράν, όταν επιχειρήθηκαν σε βουλευτικές εκλογές, ήταν «όλοι μαζί στις κάλπες να βγάλουμε βουλευτές και μετά ο καθένας στον δρόμο του».
Η μεγάλη ανασύνθεση του Σοσιαλιστικού και Προοδευτικού χώρου στη Γαλλία, που για πρώτη φορά στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας έφερε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα τις προοδευτικές δυνάμεις στην εξουσία (και μάλιστα στη Προεδρική) ήταν επί μιας εμβληματικής και χαρισματικής προσωπικότητας, αυτής του Ντανιέλ Μιτεράν (η περίπτωση Ολάντ δεν προχώρησε και άφησε πίσω της συντρίμμια). Επικαλούνται πολλοί το περίφημο συνέδριο του Επινέ. Μόνο που το Επινέ δεν ήταν αυτό που οδήγησε τους Σοσιαλιστές και την Αριστερά στην εξουσία. Στο Επινέ ο Μιτεράν «συμμάζεψε» τα κουρέλια, τα συντρίμμια και τις διάσπαρτες μικροομάδες που είχαν αναφορές στο Σοσιαλισμό. Και έκανε το PS (Σοσιαλιστικό Κόμμα). Ήταν μειοψηφικό. Κυριαρχούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα υπό τον Ζωρζ Μαρσαί. Αυτό είχε την πρωτοκαθεδρία.
Ο Μιτεράν έκανε το αποφασιστικό και μεγάλο βήμα. Το Κοινό Πρόγραμμα Διακυβέρνησης της Αριστεράς. Αυτό έκανε, παρ’ ότι το Κόμμα του υπολείπονταν σημαντικά από το ΚΚ. Το Κοινό Πρόγραμμα, συσπείρωσε όλα τα αριστερά και προοδευτικά κόμματα και σχηματίστηκε η «Προεδρική Πλειοψηφία» που για πρώτη φορά «έβγαλε» Πρόεδρο της Δημοκρατίας σοσιαλιστή: τον Μιτεράν.
Η ανασύνθεση έγινε με ένα συνεκτικό και καινοτόμο πρόγραμμα διακυβέρνησης που συμφώνησαν τα πέντε κόμματα, μεταξύ των οποίων και το μέχρι τότε πανίσχυρο Κ.Κ. Η Προεδρική πλειοψηφία κατέστησε στη συνέχεια κυρίαρχο το Σοσιαλιστικό Κόμμα και οδήγησε σε συρρίκνωση το ΚΚ, το οποίο μάλιστα πήρε πέντε υπουργεία στην πρώτη Κυβέρνηση Μιτεράν. Υπήρξαν τριβές και ζήτησε από τους κομμουνιστές υπουργούς να αποχωρήσουν. Δεν έφυγαν όλοι. Η προεδρική πλειοψηφία διευρύνθηκε, οι Σοσιαλιστές έγιναν κυρίαρχο Κόμμα για πολλά χρόνια, το ΚΚ εκλογικά κατέληξε σε χαμηλό μονοψήφιο. Η Αριστερά υπό τον Μιτεράν κέρδισε ακόμα μία Προεδρική θητεία.
Οι συμμαχικές κυβερνήσεις Σοσιαλιστών, Κομμουνιστών και λοιπών δυνάμεων σε Πορτογαλία και Ισπανία είναι ένα παράδειγμα.
Ωστόσο για να προχωρήσει η ανασύνθεση της Προοδευτικής Παράταξης στην Ελλάδα δεν χρειάζονται μόνο καλές προθέσεις και ατέλειωτες συζητήσεις. Χρειάζεται πολιτικό σχέδιο, όραμα, Πρόγραμμα Διακυβέρνησης και μια ηγετική προσωπικότητα που θα την εμπιστευτεί ο κόσμος.