Ήρθε η ώρα για τις πραγματικές «κόκκινες γραμμές»

Ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία αντιδρά «εν εξάλλω» πλέον σε
ό,τι αφορά στα ελληνοτουρκικά και στις διεκδικήσεις της, έχει τη
δική του, βαριά, αντανάκλαση και στα καθ’ ημάς: ενόσω οι γείτονες
προβάλλουν παράλογες διεκδικήσεις με τρόπο ιταμό, η απάντηση
εκ των Αθηνών δεν μπορεί να είναι άλλη από την υπερπροβολή
–και τη μεγέθυνση, ενίοτε- των «κόκκινων γραμμών». Κάπως έτσι,
στην ελληνική κοινή γνώμη δημιουργούνται, ευλόγως,
αντισυσπειρώσεις και το να υποστηρίξει κάποιος ότι πρέπει να
δούμε πώς θα ξανακάτσουμε στο τραπέζι με τους Τούρκους δεν
αναδεικνύεται μόνο σε αντιδημοφιλή ιδέα –που εν πολλοίς πάντα
ήταν δυστυχώς- αλλά και σε παράλογη.

Συν τοις άλλοις, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι, σε αυτή τη φάση
τουλάχιστον, θα ήθελε να κάτσει στην άλλη άκρη του τραπεζιού και
η τουρκική πλευρά.

Όμως, αυτό είναι πρόβλημά της. Το ότι η ελληνική πολιτική σκηνή
εθίζει, όμως, την ελληνική κοινωνία σε μία «πολεμική ρητορική»
περί «κόκκινων γραμμών» και «απαράβατων εθνικών δικαίων»
είναι δικό μας πρόβλημα. Πρόβλημα που πρέπει να λυθεί, αφ’ ης
στιγμής ως χώρα αισθανόμαστε ως ο αμυνόμενος και ο έχων το
περίβλημα του διεθνούς Δικαίου για όσα υποστηρίζουμε και για
όσα απορρίπτουμε.

Όμως, για να γίνει όλο αυτό με τρόπο σωστό και να μπορούμε να
σταθούμε με το κεφάλι ψηλά στις όποιες απαιτήσεις και
προκλήσεις, θα πρέπει πρώτα να έχουμε ξεκαθαρίσει πέντε
πράγματα στα του οίκου μας, αφού κάτι τέτοιο θα είχε διπλό

όφελος: πρώτον, θα κατανοούσε η ελληνική κοινωνία ότι δεν
έχουμε σε όλα δίκιο, αλλά σε όσα έχουμε –που είναι η
πλειονότητα- αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί κατ’ ουδένα τρόπο.
Δεύτερον, θα δείχναμε και στην διεθνή κοινότητα ότι οι δύο χώρες
δεν είναι δύο «χελώνες» που κλείνονται στο καβούκι τους και
πέραν τούτου ουδέν. Δεν είναι σημάδι αδυναμίας, αλλά ένδειξη
δύναμης και εμπιστοσύνης στο διεθνές Δίκαιο να εμφανίζεται μια
χώρα έτοιμη να κάτσει στο τραπέζι και να συζητήσει όλα τα θέματα
–ακόμη κι αυτά που ευλόγως και αυτονοήτως θα απορρίψει με το
«καλημέρα», όπως η αποστρατιωτικοίηση των νησιών.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό που θέτει η Τουρκία. Για παράδειγμα,
αποτελεί μία αντίφαση να έχουμε 6 μίλια χωρικά ύδατα και 10
εναέριο χώρο. Παραλλήλως, ΑΟΖ δεν έχουμε οριοθετήσει, ενώ δεν
μπορούμε να λύσουμε μόνοι μας το θέμα της υφαλοκρηπίδας
–που αποτελεί την περίφημη «μία και μόνη διαφορά με την
Τουρκία». Αναγνωρίζουμε, δηλαδή, ως μόνη διαφορά εκείνη που
ξέρουμε, βάσει του διεθνούς Δικαίου, ότι κερδίζουμε «απ’ τα
αποδυτήρια». Όμως, διάλογος με τη λογική «εγώ συζητάω μόνο
ένα πράγμα και δεν αφήνω να πέσει κάτι άλλο στο τραπέζι» δεν
μπορεί να γίνει. Και σίγουρα, στα μάτια της διεθνούς κοινότητας,
όταν η χώρα έχει συνομολογήσει συμφωνίες όπως αυτή με την
Ιταλία, αποδεχόμενη πολύ χαμηλή επήρεια ακόμη και για μεγάλα
νησιά, δεν ακούγεται εξαιρετικά λογική η θέση της Ελλάδας για το
Καστελλόριζο και την επήρειά του.

Με άλλα λόγια, όσο ο Ερντογάν κραυγάζει, οι πολιτικές δυνάμεις
στην Ελλάδα, αλλά και όσοι έχουν το προνόμιο του δημόσιου
λόγου, πρέπει να ανοίξουν έναν διάλογο ώστε να βρούμε τις
πραγματικές «κόκκινες γραμμές». Και μετά, ας μην κάνουμε πίσω
ούτε για να πάρουμε φόρα –που λέει και ο λόγος. Αρκεί να
ξέρουμε πού πατάμε, πού βρισκόμαστε, τί ζητάμε και τί θέλουμε.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή