Η οικονοµική ανασφάλεια αποτελεί σήµερα µια από τις πιο έντονες προκλήσεις για την ψυχική και σωµατική υγεία. Η αβεβαιότητα σχετικά µε το εισόδηµα, την εργασία και την κάλυψη βασικών αναγκών δεν επηρεάζει µόνο την καθηµερινή ζωή, αλλά προκαλεί σηµαντικές νευροβιολογικές και ψυχολογικές αλλαγές στο άτοµο. Μελέτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό επιβεβαιώνουν ότι η χρόνια έκθεση σε καταστάσεις οικονοµικής αβεβαιότητας αυξάνει τον κίνδυνο εµφάνισης ψυχικών διαταραχών, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνει σωµατικές λειτουργίες.
Νευροβιολογικές Αλλαγές
Η εµπειρία της οικονοµικής ανασφάλειας ξεκινά µε τη γνωστική και συναισθηµατική επεξεργασία της απειλής στον εγκέφαλο, επηρεάζοντας τη νευροβιολογική του λειτουργία, και στη συνέχεια, εγγράφεται στο σώµα. Όταν το άτοµο βιώνει οικονοµική πίεση όπως αυτή εκφράζεται µε τον φόβο της απόλυσης, την ανεργία, την αδυναµία πληρωµής βασικών αναγκών, ο οργανισµός αντιδρά σαν να βρίσκεται αντιµέτωπος µε άµεσο φυσικό κίνδυνο, ενεργοποιώντας το µηχανισµό επιβίωσης, γνωστό ως σύστηµα πάλης, φυγής ή παγώµατος (fight–flight–freeze response). Η λειτουργία αυτή ρυθµίζεται από τον άξονα υποθάλαµος-υπόφυση-επινεφρίδια (HPA axis) και το συµπαθητικό νευρικό σύστηµα.
Η αµυγδαλή -το συναισθηµατικό «ραντάρ» του εγκεφάλου- υπερδιεγείρεται εντοπίζοντας την απειλή, ακόµη κι αν αυτή είναι ασαφής ή αφηρηµένη, όπως η αβεβαιότητα του αύριο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο υποθάλαµος δίνει σήµα στο συµπαθητικό νευρικό σύστηµα και τον HPA άξονα, µε αποτέλεσµα την ενεργοποίηση των επινεφριδίων. Αυτά αρχικά εκκρίνουν αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη, που αυξάνουν τον καρδιακό ρυθµό, την αναπνοή και την αρτηριακή πίεση. Σε δεύτερη φάση, εκκρίνεται η κορτιζόλη -η κύρια ορµόνη του στρες σε σταθερά υψηλά επίπεδα. Η χρόνια υπερέκκριση της κορτιζόλης διαταράσσει την οµοιόσταση του οργανισµού, µειώνει την ανοσολογική απόκριση, διαταράσσει τον ύπνο, επηρεάζει τη γαστρεντερική λειτουργία και εντείνει τη σωµατική ευαλωτότητα.
Το σύστηµα αυτό είναι εξελικτικά σχεδιασµένο για βραχυπρόθεσµη ενεργοποίηση. Ωστόσο, σε καταστάσεις όπως η οικονοµική αβεβαιότητα, η απειλή δεν υποχωρεί, αλλά παραµένει χρονίως παρούσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο οργανισµός µπορεί να περάσει στην κατάσταση «παγώµατος», όπου υπερισχύει απότοµα το παρασυµπαθητικό σκέλος του αυτόνοµου νευρικού συστήµατος.
Οι νευροβιολογικές αυτές αλλαγές δεν περιορίζονται στον εγκέφαλο, αλλά εκδηλώνονται και σωµατικά µε διαταραχές ύπνου, µυϊκή ένταση, γαστρεντερικά συµπτώµατα, ευπάθεια σε λοιµώξεις και ένα διαρκές αίσθηµα ότι το σώµα και το µυαλό «δουλεύουν στο κόκκινο» ή, αντίθετα, έχουν βυθιστεί σε αδράνεια. Σε χρόνια ενεργοποίηση, το άτοµο σε κατάσταση «παγώµατος» µπορεί να οδηγηθεί σε απάθεια, παραίτηση, σωµατική και ψυχική εξάντληση, βραδυκινησία και συναισθηµατικό µούδιασµα. Ο οργανισµός, εποµένως, βρίσκεται σε κατάσταση νευροβιολογικής απορρύθµισης, καθιστώντας την ανάκαµψη ολοένα και πιο δύσκολη χωρίς εξωτερική υποστήριξη ή παρέµβαση.
Ψυχολογικό Αποτύπωµα
Η οικονοµική σταθερότητα και επάρκεια δεν είναι απλώς ένα µέσο επιβίωσης· αποτελεί επίσης σύµβολο ελέγχου, ασφάλειας και αυτονοµίας, στοιχεία άµεσα συνδεδεµένα µε την αίσθηση ταυτότητας και αξίας του ατόµου. Όταν αυτή η σταθερότητα διαταράσσεται, ο ψυχισµός καλείται να διαχειριστεί όχι µόνο την απώλεια υλικών πόρων, αλλά και µια εσωτερική κατάρρευση προσδοκιών που αντικατοπτρίζεται µε την αίσθηση ότι το ίδιο το άτοµο είναι ανεπαρκές ή αποτυχηµένο. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται απλώς για το τι έχουµε ή δεν έχουµε, αλλά για το ποιοι είµαστε µέσα σε αυτό που χάνεται.
Έτσι, φαίνεται να αναδύεται το υπαρξιακό άγχος, που απαντάται στην αίσθηση ότι το νόηµα χάνεται, ότι η ζωή παύει να έχει κάποιο σκοπό και πως όλα οδηγούν σε ένα αδιέξοδο. Η ερώτηση «τι αξίζω αν δεν µπορώ να συντηρήσω τον εαυτό µου και όσους αγαπώ;» αγγίζει τη βασική απειλή της ευαλωτότητας. Ενώ λοιπόν το µυαλό µπορεί να αντιδρά µε άγχος και φόβο, βαθύτερα βιώνεται µια ντροπή ή ενοχή σαν να φταίµε εµείς για τη δυσκολία ή σαν να φανερώνεται κάτι ελλιπές µέσα µας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα ότι πολλοί άνθρωποι παραιτούνται, αποσύρονται και αδυνατούν να µιλήσουν για τη δυσκολία τους ή να ζητήσουν βοήθεια. Η απειλή παύει να είναι πια εξωτερική και βιώνεται εσωτερικά µε το άγχος θανάτου και τον φόβο της εγκατάλειψης.
Η καθηµερινή και αδιάκοπη προσπάθεια επιβίωσης καταναλώνει εξαιρετικά σηµαντικό ποσό ψυχικής ενέργειας, αφήνοντας λίγο χώρο για επεξεργασία και αυτοστοχασµό. Το άγχος παύει να είναι µόνο αντιδραστικό, γίνεται διάχυτο, χρόνιο και συχνά εκδηλώνεται ως κυνισµός, αποµόνωση ή ευερεθιστότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ψυχοθεραπεία δεν στοχεύει µόνο στην αποφόρτιση του συµπτώµατος, αλλά στη δηµιουργία χώρου για νοηµατοδότηση της απώλειας και ανάκτηση του βιώµατος της αξίας και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας που επιτρέπει την προσαρµογή στις δυσκολίες.
Κοινωνικές Σχέσεις
Η οικονοµική ανασφάλεια δεν βιώνεται αποκλειστικά ως ατοµικό πρόβληµα, αλλά έχει σηµαντικές επιπτώσεις στις κοινωνικές σχέσεις του ατόµου. Ο άνθρωπος που αδυνατεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, συχνά βιώνει ότι αποκόπτεται σταδιακά από τον κοινωνικό ιστό, όχι µόνο πρακτικά, αλλά και συναισθηµατικά. Αναδύεται µια αίσθηση ότι «δεν ανήκει», ότι δεν έχει θέση στον κόσµο των «αρκετών», µε αποτέλεσµα να νιώθει µειωµένη αυτοεκτίµηση και φόβο απόρριψης. Ο άνθρωπος σε κρίση δεν ζηλεύει τόσο την ευηµερία των άλλων, όσο την αίσθηση αξιοπρέπειας, την οποία αντιλαµβάνεται ως χαµένη.
Η αίσθηση του «µη ανήκειν» ή της «µη επάρκειας» δεν απορρέει αποκλειστικά από την υλική στέρηση, αλλά ενισχύεται από µια κοινωνία που συχνά αξιολογεί την αξία του ατόµου βάσει της οικονοµικής του κατάστασης. Αυτή η κοινωνική πίεση ενδέχεται να οδηγήσει σε απόσυρση από κοινωνικές δραστηριότητες και σε απεµπλοκή από διαπροσωπικές σχέσεις, επιδεινώνοντας την ψυχική δυσφορία του ατόµου.
Κι όµως, αυτό το βίωµα είναι διάχυτο· δεν αποτελεί µόνο προσωπικό τραύµα, αλλά αντικατοπτρίζει ένα συλλογικό ρήγµα. Η οικονοµική κρίση δεν πλήττει απλώς τις τσέπες – πλήττει την εµπιστοσύνη: στους άλλους, στους θεσµούς, στην κοινωνία. Η συλλογική εµπιστοσύνη λειτουργεί ως ψυχολογικό έδαφος πάνω στο οποίο το άτοµο µπορεί να σταθεί και να αντέξει την δυσκολία. Όταν βέβαια αυτή χάνεται, τότε και η πιο µικρή δυσκολία φαντάζει αβάσταχτη, καθώς δεν υπάρχει πια ένα πλαίσιο ασφάλειας και συνδιαλλαγής, όπου κάποιος µπορεί να σταθεί και να µοιραστεί.
Εκδήλωση Ψυχικών Διαταραχών
Η οικονοµική ανασφάλεια αποτελεί σηµαντικό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη ψυχικών διαταραχών, όπως καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές, καθώς και συµπτώµατα διαταραχής µετατραυµατικού στρες. Παγκόσµιες µελέτες έχουν καταδείξει ότι η ανεργία και η παρατεταµένη οικονοµική πίεση αυξάνουν σηµαντικά την πιθανότητα εµφάνισης συµπτωµάτων κατάθλιψης και άγχους, ενώ παράλληλα συνδέονται µε αυξηµένα ποσοστά αυτοκτονικότητας (WHO, 2011).
Στην Ελλάδα, η µακροχρόνια οικονοµική κρίση των τελευταίων ετών οδήγησε σε αύξηση των ψυχικών διαταραχών σε όλα τα ηλικιακά και κοινωνικά στρώµατα, µε µελέτες να επισηµαίνουν τη σαφή συσχέτιση µεταξύ οικονοµικών δυσκολιών και ψυχολογικής δυσφορίας. Στον παρόντα χρόνο, η συνεχιζόµενη οικονοµική αβεβαιότητα, επιβαρύνει τον ψυχισµό και συχνά επιδεινώνει προϋπάρχουσες ψυχικές παθήσεις, ενώ η πρόσβαση σε ψυχοκοινωνική υποστήριξη περιορίζεται σηµαντικά, λόγω της ίδιας της οικονοµικής δυσχέρειας.
Μελέτες που πραγµατοποιήθηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια και µετά την οικονοµική κρίση δείχνουν σηµαντική αύξηση των ψυχικών διαταραχών. Σύµφωνα µε έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) το 2016, το ποσοστό της κατάθλιψης αυξήθηκε από περίπου 3,3% πριν την κρίση σε 8,2% κατά τη διάρκεια της κρίσης. Επίσης, στοιχεία από την Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία (Οικονόµου et al., 2014) έδειξαν ότι το ποσοστό της κατάθλιψης αυξήθηκε από 3,3% πριν από την κρίση σε 12,35% κατά τη διάρκειά της, ενώ τα συµπτώµατα αγχώδους διαταραχής αυξήθηκαν από 4,7% σε 9,3%. Αξιοσηµείωτη είναι επίσης η αύξηση των περιστατικών αυτοκτονικού ιδεασµού και απόπειρας αυτοκτονίας, ειδικά µεταξύ των ανέργων.
Αυτά τα ευρήµατα υπογραµµίζουν ότι η οικονοµική ανασφάλεια λειτούργησε ως καταλύτης µιας ευρύτερης ψυχοκοινωνικής κρίσης. Η πρόληψη και η έγκαιρη παρέµβαση σε επίπεδο υπηρεσιών υγείας είναι καθοριστικής σηµασίας για τη µείωση των επιπτώσεων αυτής της κρίσης.
Κατακλείδα
Η οικονοµική ανασφάλεια, εποµένως, δεν είναι µόνο κοινωνικό ή οικονοµικό φαινόµενο, αλλά και ζήτηµα δηµόσιας υγείας που απαιτεί ολιστική προσέγγιση. Μείζονος σηµασίας κρίνεται η φροντίδα της ψυχικής υγείας και ατοµικά µε την αναζήτηση στήριξης και τη καθιέρωση µικρών πρακτικών αυτοφροντίδας που βοηθούν το άτοµο στη διαχείριση του άγχους. Η διατήρηση της επαφής µε το κοινωνικό περιβάλλον και η αναγνώριση των συναισθηµάτων αποτελούν βασικά βήµατα για ανάκαµψη και ψυχική ανθεκτικότητα.
* Ψυχολόγος