Το ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης και εν συνόλω (;) τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ επιμένουν ότι μετά τη δημοσιοποίηση του σκανδάλου των υποκλοπών, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα συνεργασίας του κόμματός τους με την ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι το απολύτως αυτονόητο που θα περίμενε κανείς από τον αρχηγό του τρίτου κόμματος. Εξάλλου, πέραν του ότι ο κ. Ανδρουλάκης είναι το «θύμα» των υποκλοπών σε μία συγκυρία που η ΕΥΠ υπαγόταν απευθείας στο γραφείο του πρωθυπουργού, η πραγματικότητα είναι ότι και ο τρόπος που διαχειρίζεται το σκάνδαλο η κυβέρνηση δείχνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης –δηλαδή ο κατά (τον δικό του) νόμον υπεύθυνος για τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας- έχει κάτι να κρύψει. Ο πρωθυπουργός ήταν που «ανέχθηκε» να επικαλούνται το απόρρητο στην επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση και πρώην συνεργάτες του, παρότι είναι καθαρό ότι αυτό συνιστά παραβίαση του νόμου.
Επίσης, ο πρωθυπουργός κωφεύει στο αίτημα του Νίκου Ανδρουλάκη να άρει ο ίδιος –ως άμεσα πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ- το απόρρητο της παρακολούθησης, για να βγουν «όλα στο φως», όπως συνηθίζουν αταβιστικά να λένε πολλά στελέχη της κυβέρνησης. Και, τέλος, ο πρωθυπουργός είναι που δεν σήκωσε καν το γάντι που τού πέταξε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν διάφορα ΜΜΕ επιχείρησαν με την υπόθεση Πιτσιόρλα να «συμψηφίσουν» το σκάνδαλο των υποκλοπών με μία υποτιθέμενη αντίστοιχη περίπτωση επί ΣΥΡΙΖΑ.
Τούτου δοθέντος, ο Νίκος Ανδρουλάκης προφανώς και δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά –δεν είναι δυνατόν να αφήσεις ανοιχτό το ενδεχόμενο διαλόγου ή συνεργασίας με εκείνον που κατηγορείς ότι αποπειράθηκε να σε εκβιάσει. Οτιδήποτε διαφορετικό, θα ήταν αυτονοήτως «παρεξηγήσιμο».
Όμως, το ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης χάνει τον Νίκο Ανδρουλάκη και το ΠΑΣΟΚ από την φαρέτρα των δυνητικών κυβερνητικών του εταίρων, δεν είναι απλό πράγμα. Αντιθέτως, για τον πρωθυπουργό και την ΝΔ συνιστούν στρατηγική αλλαγή, που μπορεί να σφραγίσει και τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.
Βλέπετε, αν υπήρχε κάτι στο οποίο προηγείτο σίγουρα η ΝΔ τού ΣΥΡΙΖΑ, αυτό ήταν η «κυβερνησιμότητα» με την έννοια της ευκολίας εξεύρεσης συμμάχων. Ενώ, δηλαδή, στα μάτια της πλειονότητας της κοινωνίας, ήταν πολύ ευκολότερο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη να σχηματίσει κυβέρνηση με τον Νίκο Ανδρουλάκη, απ’ ό,τι για τον Αλέξη Τσίπρα να κάνει το ίδιο, τώρα αυτό αλλάζει. Τα δύο κόμματα θα φτάσουν στη γραμμή του εκλογικού τερματισμού όχι απλώς με τη ΝΔ να έχει χάσει το πλεονέκτημα των κυβερνητικών συμμαχιών, αλλά με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει ένα ελαφρύ προβάδισμα. Κι αυτό διότι, πέραν του ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών έφερε εξ αντικειμένου –και εξ ανάγκης- τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ στο ίδιο πολιτικό μπλοκ, έρχεται και η ενεργειακή κρίση να υποδείξει εντονότερη την ανάγκη για μία προοδευτική (δια)κυβέρνηση –«ταξικά μεροληπτική», όπως θα λέγαμε παλιότερα.
Αν σε αυτή την εξίσωση προστεθεί και η διαπίστωση ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης χάνει ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού πλεονεκτήματος που είχε ως ο πρωθυπουργός που προσείλκυε κεντρώους ψηφοφόρους και ενσάρκωνε το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο, τότε όλα τούτα μαζί μπορεί να οδηγούν σε πολιτικές εξελίξεις που έως πριν έναν μήνα, δεν φαίνονταν στον ορίζοντα ούτε με το κυάλι. Με άλλα λόγια, το σκάνδαλο των υποκλοπών έχει ήδη φέρει τα πάνω κάτω και αναδεικνύεται σε μία οριακή στιγμή για την ΝΔ και προσωπικά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη –κι αυτό, πριν καν μάθουμε ποιος είχε δώσει εντολή παρακολούθησης, για ποιους και πότε…