Τις τελευταίες ημέρες, ίσως επειδή ο ένας μετά τον άλλο οι «γαλάζιοι» που τελούν με το βλέμμα στραμμένο στις κάλπες, εκφράζουν τη δυσφορία τους για την αποφυλάκιση Λιγνάδη, η κυβέρνηση έχει καταλάβει ότι πρέπει κι εκείνη να κρατήσει αποστάσεις. Η αρχική «Γραμμή Μενδώνη» που συγκεφαλαιωνόταν στην φράση «σεβασμός στη Δικαιοσύνη και σιωπή» έχει αντικατασταθεί από τις –προσεκτικές, έστω- αποστάσεις κυβερνητικών παραγόντων από την απόφαση αποφυλάκισης του καταδικασμένου για δύο βιασμούς ανηλίκων Δημήτρη Λιγνάδη.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση έστω και με κάποια 24ωρα καθυστέρηση, κατάλαβε ότι με το να «χρεώνει» τις καλλιτεχνικές αντιδράσεις στον ΣΥΡΙΖΑ και να τις «κατακεραυνώνει», όχι απλώς μεγέθυνε το κύμα των διαμαρτυριών, αλλά ταυτοχρόνως έδειχνε να συμφωνεί με την απόφαση αποφυλάκισης του Λιγνάδη ως το Εφετείο. Ταυτοχρόνως, άνοιξε η κλασική συζήτηση για τα λαϊκά δικαστήρια, τον «ποινικό λαϊκισμό» και άλλα ηχηρά παρόμοια –συζήτηση, πάντως, που έχει και με το παραπάνω «θρέψει» η ΝΔ ως αντιπολίτευση με την λαϊκιστική κριτική της για τις άδειες του δολοφόνου Κουφοντίνα, για τον περίφημο «νόμο Παρασκευόπουλου», για τη σωφρονονιστική πρακτική της «υφ’ όρων απόλυσης» και για τις προβλέψεις του Ποινικού Κώδικα περί ποινών και κολασμού των ενόχων.
Σαν να μην έφταναν αυτά, οι καλλιτεχνικές αντιδράσεις, αλλά και η εκπεφρασμένη αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ στην απόφαση της Δικαιοσύνης για αποφυλάκιση του τέως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου πυροδότησε και μία πύρινη ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων –που θύμιζε ανακοίνωση συνδικαλιστικού οργάνου και όχι λειτουργών της Δικαιοσύνης. Με άλλη μία αφορμή, για άλλη μία φορά, οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης έδειξαν ότι δεν πιστεύουν καν στην φράση του Γεωργίου Παπανδρέου «και οι κρίνοντες κρίνονται» ή πως θέλουν να λειτουργούν εν κενώ και χωρίς να υπόκεινται σε καμία κριτική –όμως, άλλο πράγμα η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και άλλο η ασυλία.
Συν τοις άλλοις, είναι άλλο πράγμα η διάκριση των εξουσιών και των λειτουργιών τους και άλλο το ποιος έχει την τελική πολιτική ευθύνη για το οτιδήποτε. Προφανώς είναι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί αρμόδιοι να βελτιώνουν ή να διαρρηγνύουν τη σχέση τους με την κοινωνία, ανάλογα με τις αποφάσεις και τις κρίσεις που εκδίδουν. Όμως, ταυτοχρόνως είναι και η εκάστοτε κυβέρνηση αρμόδια για το κλίμα που καλλιεργείται στην κοινωνία και αφορά στη Δικαιοσύνη και στη λειτουργία της. Όταν, για παράδειγμα, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, έχουμε αποφυλακισμένους τον δολοφόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, Κορκονέα, τον καταδικασμένο για την συμμετοχή του στον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου, Χορταριά, τον Πέτρο Φιλιππίδη και τον Δημήτρη Λιγνάδη, προφανώς αυτά είναι αποφάσεις που, αθροιζόμενες στα μάτια της κοινής γνώμης και στο συλλογικό υποσυνείδητο, δημιουργούν –πολλές φορές αστήρικτους- συνειρμούς περί «συστήματος που προστατεύει τους δικούς του». Συν τοις άλλοις, στις καθημερινές δικαστικές αποφάσεις θα βρει κανείς πολλούς καταδικασμένους με τις ίδιες ποινές με τους ως άνω, που όμως δεν τούς αναγνωρίστηκαν τα ίδια ελαφρυντικά, ούτε επεδείχθη σ’ αυτούς η ίδια επιείκεια ως προς τα προβλήματα στην υγεία τους, ως προς τα οικογενειακά τους θέματα ή η πίστη ότι «οι συνάδελφοί του είναι υποψιασμένοι και δε θα μπορέσει να τελέσει ξανά τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε».
Το χειρότερο όλων, μ’ άλλα λόγια, δεν είναι ότι η Δικαιοσύνη δεν ενδιαφέρεται καν να διαφυλάξει το κύρος της στην κοινωνία. Ούτε πως η κυβέρνηση επιχειρεί με μικροκομματικού τύπου συνδικαλιστικά συνθήματα να «χρεώσει» τις αποφάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ και τον… Ποινικό Κώδικα του 2019. Το χειρότερο είναι ότι η κυβέρνηση, ως κύριος εκφραστής αυτού που λέμε «Πολιτεία», δεν δείχνει να συναισθάνεται, να συγκινείται ή ακόμη-ακόμη και να ανατριχιάζει, από αποφάσεις που προκαλούν ευλόγως το κοινό περί δικαίου αίσθημα –όσο ρευστό, ως έννοια, κι αν είναι αυτό.
ΥΓ: Καλό καλοκαίρι σε όλες και όλους! Ραντεβού τη Δευτέρα, 29 Αυγούστου!