Ως την ώρα που γράφονταν τούτες οι γραμμές, δύο μόνο βεβαιότητες υπήρχαν που να συνδέονται με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία: η πρώτη αφορά το «επί του πεδίου», που λέμε: δηλαδή, ανεξαρτήτως πώς θα συνεχιστεί η προέλαση του ρωσικού στρατού στο εσωτερικό της τάλαινας χώρας, η βεβαιότητα που φάνηκε μπροστά μας αυτές τις μέρες ήταν η διάψευση της… βεβαιότητας ότι ο ρωσικός στρατός θα έκανε «περίπατο».
Ακόμη και ένας κραταιός στρατός όπως αυτός της Ρωσίας δεν μπορεί απλώς να προελάσει, όταν έχει απέναντί του ανθρώπους αποφασισμένους να υπερασπιστούν τα εδάφη στα οποία γεννήθηκαν. Είτε μιλάμε για οργανωμένη στρατιωτική άμυνα, είτε για ανοργάνωτη αντίσταση, είτε για αντάρτικο, ο ρωσικός στρατός –και μαζί του το Κρεμλίνο- είχε την ευκαιρία να καταλάβει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όταν ένας λαός αμύνεται «του πατρίου εδάφους». Η δεύτερη βεβαιότητα είναι ακόμη σπουδαιότερη και αφορά περισσότερο εμάς, ως Ευρωπαίους: πρόκειται για την βεβαιότητα ότι αυτή η Ευρώπη είναι πολύ διαφορετική από την «συνηθισμένη».
Με άλλα λόγια, είναι μια Ευρώπη που αποφασίζει γρήγορα, που δεν αφήνει πολύτιμο χρόνο να χαθεί εξαιτίας των αντιτιθέμενων συμφερόντων μεταξύ των «μεγάλων» στο εσωτερικό της και που στέλνει ένα μήνυμα στον κόσμο πως όταν θέλει, μπορεί. Όταν ολοκληρώθηκε, το βράδυ της περασμένης Πέμπτης, η Σύνοδος Κορυφής των ηγετών της Ε.Ε., όλα έδειχναν ότι η Ευρώπη θα κινούνταν όχι ως «οικονομικός γίγαντας», αλλά ως «πολιτικός νάνος» -για να θυμηθούμε και την περίφημη ρήση του Θόδωρου Πάγκαλου.
Οι κυρώσεις που είχαν αποφασιστεί ήταν εξαιρετικά «ελαφρές», ενώ μεγάλες χώρες με εξίσου μεγάλα συμφέροντα, όπως η Ιταλία και η Γερμανία, είχαν μπλοκάρει τον αποκλεισμό της Ρωσίας από το διεθνές διατραπεζικό σύστημα «SWIFT», που θα «πονούσε» τη Μόσχα γιατί θα αφορούσε ακόμη και στις πληρωμές για το φυσικό αέριο. Για μία ακόμη φορά, οι Βρυξέλλες ήταν έτοιμες να κινηθούν κάτω από τον πήχυ της Ιστορίας και το Βερολίνο φαινόταν πως θα κινούνταν στην «εφεκτική» γραμμή της Άνγκελα Μέρκελ, που έβαζε πάνω και πρώτα την διατήρηση της ισορροπίας και τα συμφέροντα –όπως κάνει και με τα ελληνοτουρκικά.
Ωστόσο, η πραγματικότητα ήρθε να δείξει ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν «πέτυχε», με τη φρίκη που δημιούργησε στην Ουκρανία, το αδιανόητο: να ξυπνήσει ο «γίγαντας» της Ευρώπης και να δείξει η Γηραιά Ήπειρος πως όταν θέλει, μπορεί. Από την τελευταία Σύνοδο και μετά, δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η ενωμένη Ευρώπη, είτε δια της προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, είτε δια του ύπατου εκπροσώπου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, Ζοζέπ Μπορέλ, ανακοινώνει σχεδόν μία νέα δέσμη κυρώσεων… ημερησίως, συμπεριλαμβάνοντας και κυρώσεις και μέτρα που «πονούν» την ίδια την Ευρώπη.
Ο Πούτιν κατάφερε, μ’ άλλα λόγια, να «ξυπνήσει» την Ένωση και αυτή η τελευταία να δείξει πως ουδείς πρέπει να την υποτιμά.
Και, φυσικά, θα ήταν σοβαρή παράλειψη αν αυτή την εξέλιξη δεν την πιστώναμε σε μεγάλο μέρος στον γερμανό καγκελάριο, Όλαφ Σολτς: ενώ ο ένοικος της καγκελαρίας στο Βερολίνο θα μπορούσε να υιοθετήσει την αναβλητική και επαμφοτερίζουσα τακτική της προκατόχου του, παίζοντας καθυστερήσεις και «σώζοντας» τη Ρωσία από σοβαρές κυρώσεις, άλλαξε την στρατηγική της Γερμανίας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξής, έκανε ιστορικές ανακοινώσεις και έδειξε ότι, έπειτα από τα 16 χρόνια «διαχειριστικής αμηχανίας» της Άνγκελα Μέρκελ και την πλήρη παράδοση του Γκέρχαρντ Σρέντερ στον αδιέξοδο και δεξιό «τρίτο δρόμο» της Σοσιαλδημοκρατίας, η Γερμανία φαίνεται να έχει και πάλι στο τιμόνι έναν καγκελάριο πρόθυμο και ικανό να συνομιλήσει με την Ιστορία.
Αν το κάνει αυτός –και αν δεν υπάρξει εκλογικό «ατύχημα» στη Γαλλία- τότε μπορεί να το κάνει και η Ευρώπη.