Ενόσω συνεχίζεται η πολιτική αντιπαράθεση για το κατά πόσον ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπρεπε να θέσει με εντονότερο τρόπο τα θέματα που άπτονται της τουρκικής προκλητικότητας ή να ονοματίσει συγκεκριμένα τη γείτονα, η πραγματικότητα και τα νέα δεδομένα φέρνουν αντιμέτωπη τη χώρα μας –και κυρίως το πολιτικό σύστημα- με μία υπενθύμιση που πολλοί επιλέγουν να ξεχνούν. Επειδή, όμως ο στρουθοκαμηλισμός δεν είναι καλό πράγμα –πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για την εξωτερική μας πολιτική- τα γεγονότα και η πραγματικότητα αποδεικνύονται «ξεροκέφαλα» για όσους επιλέγουν να ξεχνούν το ειδικό βάρος της Τουρκίας.
Με άλλα λόγια, καίτοι πολλοί και πολλές φορές επιλέγουν να «παραμυθιάζουν» την κοινή γνώμη μιλώντας για «απομονωμένο Ερντογάν» -τη ευγενή συνδρομή και φιλικών προς εκείνους ΜΜΕ που παρουσιάζουν την Τουρκία ως μία χώρα που… καταρρέει από την μία ημέρα στην άλλη- η λεγόμενη Δύση έχει άλλη άποψη για την Άγκυρα αλλά και για τον τούρκο πρόεδρο. Όχι, σε κανέναν προφανώς δεν αρέσουν τα εξαντλητικά ανατολίτικα παζάρια που κάνει για τα πάντα και με κάθε αφορμή ο Ερντογάν. Ούτε το διπλωματικό κεφάλαιο που όλες οι χώρες αναγκάζονται να ξοδέψουν για να κρατήσουν ανοιχτούς τους διαύλους με την Τουρκία. Και προφανώς δεν αρέσει σε κανέναν ότι η Τουρκία είναι απρόβλεπτη, δεν εντάσσεται εύκολα σε κάποιο «μπλοκ», διαπραγματεύεται τα πάντα και διεκδικεί ό,τι μπορεί να πάρει –κι ακόμη παραπάνω.
Ωστόσο, το συμπέρασμα είναι πως τα κάνει όλα αυτά, γιατί «την παίρνει» να τα κάνει. Η οικονομία της, η γεωπολιτική της θέση, ο ρόλος της στο παρελθόν ως «προκεχωρημένου φυλακίου» της Δύσης έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, η ισχύς που έχει στα στενά των Δαρδανελίων, αλλά και το μέγεθός της ως χώρα και ως κοινωνία καθιστούν την γείτονα έναν παίκτη που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Εύλογη, λοιπόν, η προσπάθεια του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, να μην «κακοκαρδίσει» την Τουρκία στις κοινές του δηλώσεις με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όσο κι αν είναι αυτονόητο ότι στην Ουάσινγκτον προτιμούν τον «δεδομένο» σύμμαχό τους, ήτοι τη χώρα μας, παρά τον «ταραξία» της ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή την Τουρκία. Όμως, ταυτοχρόνως, ειδικά μετά την αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Τουρκίας μέσω του Ουκρανικού, είναι σαφές ότι η Δύση δεν πρόκειται να «χαρίσει» στη Ρωσία την Τουρκία.
Αυτό, άλλωστε, φάνηκε και στις εξαιρετικά ισορροπημένες δηλώσεις, που θύμιζαν Πόντιο Πιλάτο, του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, μετά τη συνάντηση που είχε20 με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Συμπέρασμα: επειδή η Δύση θέλει να κρατά την Τουρκία κοντά της, η βοήθεια και η στήριξη που μπορεί να δώσει η Ουάσινγκτον στην Αθήνα για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της Άγκυρας είναι πεπερασμένη. Μόνοι μας πρέπει να επιδιώξουμε λύσεις, μέσω της προσήλωσης σε έναν ειλικρινή διάλογο για να γεφυρωθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές. ΣΕ διαφορετική περίπτωση, απλώς οι μελλοντικές κοινωνικές μεταβιβάσεις, οι φοροαπαλλαγές, τα δυνητικά κονδύλια για την Παιδεία και την Υγεία θα «μεταφράζονται» σε φτερά από F-35 και Rafale, αλλά και σε κανόνα φρεγατών Belharra…