Η δηµοκρατία πίσω από τις κορδέλες του αυταρχισµού

Η κυβέρνηση, ευρισκόµενη πλέον σε εµφανή πολιτική αποδροµή και µε το βλέµµα περισσότερο στραµµένο στα εκλογικά της ποσοστά παρά στη δηµοκρατική νοµιµότητα, επιλέγει να περιορίσει ένα από τα πιο ιερά και συµβολικά δικαιώµατα του ελληνικού λαού: το δικαίωµα στη διαδήλωση. Με πρόσχηµα την «προστασία» του Μνηµείου του Αγνώστου Στρατιώτη, το νέο νοµοθέτηµα επιχειρεί να απαγορεύσει κάθε συγκέντρωση και διαµαρτυρία στην Πλατεία Συντάγµατος -το σηµείο που ιστορικά αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής έκφρασης και της λαϊκής διεκδίκησης στη χώρα.

Η κίνηση αυτή δεν είναι τυχαία. Έρχεται σε µια περίοδο που η κυβέρνηση δείχνει να χάνει κάθε πολιτικό έρεισµα, εγκλωβισµένη ανάµεσα στα σκάνδαλα, την κοινωνική δυσαρέσκεια και τη φθορά της εξουσίας. Η απαγόρευση των διαδηλώσεων δεν είναι ένδειξη δύναµης, αλλά πανικού. Είναι η ύστατη προσπάθεια ενός συστήµατος εξουσίας να περιορίσει τις φωνές που το αµφισβητούν, να αποστειρώσει το δηµόσιο χώρο από τη δηµοκρατική διαµαρτυρία και να στείλει µήνυµα «πειθαρχίας» προς την κοινωνία, την ώρα που η ίδια διαλύεται από τις αντιφάσεις της.

Εθνική µνήµη

Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν είναι ιδιοκτησία καµίας κυβέρνησης. Είναι µνηµείο εθνικής µνήµης και συλλογικού σεβασµού, αφιερωµένο σε εκείνους που έπεσαν υπερασπιζόµενοι την ελευθερία. Το να επικαλείται κανείς αυτό το σύµβολο για να περιορίσει την ελευθερία των ζωντανών πολιτών είναι πράξη πολιτικής ύβρεως. Οι πλατείες δεν είναι στρατόπεδα και οι πολίτες δεν είναι εχθροί. Η επίκληση της «τάξης και της ασφάλειας» λειτουργεί ως άλλοθι για µια πολιτική που δεν αντέχει τη δηµόσια λογοδοσία και την κοινωνική αµφισβήτηση.

Η εικόνα µιας κυβέρνησης που απαγορεύει τις διαδηλώσεις στο κέντρο της δηµοκρατικής ζωής είναι η εικόνα µιας εξουσίας που φοβάται. Και ο φόβος αυτός έχει σαφή εκλογική διάσταση. Ενόψει µιας δύσκολης πολιτικής περιόδου, η κυβέρνηση επιχειρεί να στείλει σήµατα προς το ακροδεξιό της ακροατήριο, επενδύοντας στον νόµο και την τάξη, στον αυταρχισµό και στην καταστολή. Είναι η παλιά συνταγή της δεξιάς παράδοσης σε στιγµές φθοράς: όταν χάνεται η κοινωνική συναίνεση, αναζητείται η αστυνοµική πειθαρχία.

Όµως το µήνυµα που εκπέµπεται είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που επιδιώκει. Μια κυβέρνηση που φτάνει στο σηµείο να «απαγορεύει» τον χώρο της διαµαρτυρίας στο κέντρο της Αθήνας παραδέχεται ουσιαστικά την αδυναµία της να διαχειριστεί τη δυσαρέσκεια. Αντί να συνοµιλεί µε την κοινωνία, την αποµονώνει. Αντί να απαντά στις αιτίες που γεννούν την οργή, επιλέγει να φιµώσει τις συνέπειές της. Είναι η πολιτική έκφραση του φόβου και της παρακµής.

Απαγόρευση

Η απαγόρευση στο Σύνταγµα έρχεται να προστεθεί σε µια αλυσίδα αυταρχικών επιλογών που σκιαγραφούν το πολιτικό ήθος αυτής της εξουσίας. Από την πανεπιστηµιακή αστυνοµία και την αστυνοµοκρατία στα Εξάρχεια, µέχρι την έµµεση λογοκρισία στα ΜΜΕ και την κατάργηση της ελευθερίας λόγου στους δηµόσιους χώρους, το µοτίβο είναι πλέον ξεκάθαρο: µια κυβέρνηση που δεν πείθει, επιχειρεί να επιβληθεί. Κάθε απαγόρευση, κάθε περιορισµός, κάθε κατασταλτική διάταξη συνθέτουν το πορτρέτο ενός καθεστώτος που υποδύεται τη δηµοκρατία, ενώ στην πράξη τη συρρικνώνει.

Η δηµοκρατία, όµως, δεν µετριέται µε τα µέτρα καταστολής, αλλά µε την ανεκτικότητα στην αντίθεση. Και η Πλατεία Συντάγµατος, µε όλες τις ιστορικές της στιγµές -από το 1965 µέχρι τις πλατείες των Μνηµονίων- δεν υπήρξε ποτέ «χώρος απειλής», αλλά πεδίο συλλογικής συνείδησης. Αν κάτι τιµά τον Άγνωστο Στρατιώτη, είναι ακριβώς αυτό: η δυνατότητα των πολιτών να αγωνίζονται ειρηνικά, να διεκδικούν, να φωνάζουν απέναντι στην αδικία. Το µνηµείο δεν βεβηλώνεται από το πλήθος, αλλά από εκείνους που το χρησιµοποιούν ως προπέτασµα για να πνίξουν τη φωνή του.

Η απαγόρευση των διαδηλώσεων δεν είναι µεµονωµένο γεγονός, αλλά κρίκος σε µια αλυσίδα αυταρχικών παρεµβάσεων που δείχνουν καθαρά την κατεύθυνση της κυβερνητικής νοοτροπίας. Από τη φίµωση των δηµοσιογράφων έως την προσπάθεια ελέγχου της Δικαιοσύνης, η χώρα διολισθαίνει σε ένα καθεστώς επιτηρούµενης σιωπής. Μόνο που η σιωπή δεν αγοράζει πολιτική επιβίωση. Αντίθετα, προαναγγέλλει το τέλος.

Η ιστορία έχει αποδείξει ότι όσες κυβερνήσεις επιχείρησαν να πνίξουν τη φωνή του λαού µε νόµους και απαγορεύσεις, κατέληξαν να τη δυναµώνουν. Η δηµοκρατία δεν φιµώνεται µε απαγορεύσεις. Και όταν µια εξουσία καταφεύγει σε αυτές, είναι ήδη σε αποδροµή.

* Πολιτικός αναλυτής,

Δηµοσιογράφος

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή