Γιώργος Νούλας: Η Αθήνα µπορεί να αξιοποιήσει τον θεσµικό της ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Ελλάδα οφείλει να επιδιώξει ανοιχτούς και ισορροπηµένους διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας τόσο µε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας στην Τρίπολη όσο και µε τις αρχές στη Βεγγάζη, χωρίς αποκλεισµούς και µονοµερείς προσεγγίσεις

Το πρόσφατο διπλωµατικό επεισόδιο στη Βεγγάζη, µε την κήρυξη της ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας ως persona non grata, στέλνει ένα ξεκάθαρο µήνυµα: «Πως δεν γίνεται αποδεκτή ούτε νοµιµοποιείται οποιαδήποτε ξένη αποστολή που δεν αναγνωρίζει επίσηµα και δεν αποδέχεται τη θεσµική εκπροσώπηση της κυβέρνησης της Ανατολικής Λιβύης και του Στρατηγού Χαφτάρ».

Ειδικότερα, ο Χαφτάρ επιχειρεί να αποκτήσει µεγαλύτερη διαπραγµατευτική ισχύ και να αναδείξει τον ρόλο του ως κρίσιµου παράγοντα στην αναζήτηση πολιτικής λύσης.

Αυτή η προσέγγιση δεν είναι παρά ένα εργαλείο επιβίωσης, που στοχεύει στη διατήρηση του status quo στα ανατολικά εδάφη, υπό τον έλεγχό του και στη διεθνή νοµιµοποίηση του ρόλου του, ώστε να συµµετάσχει ισότιµα σε µελλοντικούς πολιτικούς συµβιβασµούς.

Πράγµατι, όταν εξετάζουµε τις Ελληνο-Λιβυκές σχέσεις, δεν µπορούµε να παρακάµπτουµε τον στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας, διότι η Λιβύη (ιδίως υπό την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Τρίπολης), έχει µετατραπεί σε προτεκτοράτο της.

Δεν πρόκειται απλώς για µια διπλωµατική επιρροή ή στρατιωτική συνεργασία, αλλά για µια δοµική σχέση εξάρτησης: πολιτικής, στρατιωτικής και οικονοµικής.

 

Ρευστό τοπίο

Σε αυτό το ρευστό τοπίο, η Ελλάδα δεν καλείται απλώς να διαχειριστεί µια παραδοσιακή διπλωµατική σχέση, αλλά να αντιµετωπίσει την Τουρκία ως θεσµικό εγγυητή της Λιβυκής κυβέρνησης.

Υπό το πρίσµα αυτό, η ελληνική διπλωµατία δεν µπορεί να προσεγγίζει τη Λιβύη µε παραδοσιακά εργαλεία, αλλά µέσω µιας πολυδιάστατης στρατηγικής επαναπροσέγγισης, η οποία θα πρέπει να βασίζεται στον σεβασµό της κυριαρχίας και των θεσµών όλων των πλευρών, αλλά και στην αναζήτηση κοινών συµφερόντων που µπορούν να υπηρετήσουν τη σταθερότητα και την ευηµερία στην περιοχή.

Η Ελλάδα οφείλει να επιδιώξει ανοιχτούς και ισορροπηµένους διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας τόσο µε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας στην Τρίπολη όσο και µε τις αρχές στη Βεγγάζη, χωρίς αποκλεισµούς και µονοµερείς προσεγγίσεις. Παράλληλα, η Αθήνα µπορεί να αξιοποιήσει τον θεσµικό της ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ΟΗΕ για να προωθήσει µια κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική στη Λιβύη, επικεντρωµένη στη σταθερότητα, την αποτροπή παράνοµων συµφωνιών όπως το Τουρκο-Λιβυκό Μνηµόνιο και την ενίσχυση της δηµοκρατίας.

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει την οικονοµική της παρουσία στη Λιβύη µέσω επενδύσεων σε κρίσιµους τοµείς, όπως οι υποδοµές λιµένων, η ενέργεια και τα Logistics, συµβάλλοντας έτσι στην ανοικοδόµηση και την ανάπτυξη της χώρας.

Η στρατηγική αυτή δεν είναι απλώς αναγκαία, αλλά καθοριστική για να αναδειχθεί η Ελλάδα ως αξιόπιστος και σταθερός εταίρος στη Λιβύη, αντισταθµίζοντας έτσι την τουρκική παρουσία και διαµορφώνοντας ένα πιο ισορροπηµένο και ασφαλές περιφερειακό περιβάλλον.

Η Ελλάδα δεν καλείται να διαχειριστεί απλώς ένα ανθρωπιστικό ή κοινωνικό φαινόµενο, αλλά βρίσκεται αντιµέτωπη µε µια σύνθετη, υβριδικού χαρακτήρα απειλή: την εργαλειοποίηση της µετανάστευσης από κράτη όπως η Τουρκία, που χρησιµοποιούν τις ροές ως µέσο άσκησης πίεσης.

Όπως και στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον Έβρο το Φεβρουάριο–Μάρτιο του 2020 έτσι και τώρα, η Τουρκία και άλλοι δρώντες που ασκούν επιρροή στην περιοχή προσπαθούν να αξιοποιήσουν τους µετανάστες ως γεωπολιτικό όπλο υβριδικού πολέµου, µε απώτερο στόχο την υπονόµευση της κοινωνικής συνοχής, της εσωτερικής σταθερότητας και της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας και της Ευρώπης γενικότερα.

Αντίστοιχες τακτικές έχουν παρατηρηθεί και κατά το παρελθόν. Για παράδειγµα, ο πρώην Πρόεδρος της Λιβύης Μουαµάρ Καντάφι το 2010 είχε δηλώσει ότι η Ε.Ε. πρέπει να πληρώνει στη Λιβύη τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ ετησίως για να σταµατήσει η παράνοµη αφρικανική µετανάστευση και να αποφευχθεί µια «µαύρη Ευρώπη».

Επιπρόσθετα, απαντώντας ο κ. Καντάφι στις πιέσεις που δεχόταν από ηγέτες της Ευρώπης στις αρχές του 2011 για να παραιτηθεί, απείλησε ευθέως την Ε.Ε. ότι θα σταµατήσει να υποστηρίζει τον αγώνα κατά της τροµοκρατίας και της λαθροµετανάστευσης, ώστε να πληµµυρίσει η Γηραιά Ήπειρος από φανατικούς ισλαµιστές και Αφρικανούς.

Την ίδια επιχειρηµατολογία σε συνδυασµό µε χρήση πιο ακραίας ρητορικής ακολούθησε και ο Τούρκος Πρόεδρος κ. Ερντογάν για να ασκήσει πίεση στην Ε.Ε., και να λάβει στήριξη κατά την υλοποίηση των επιλογών της εξωτερικής του πολιτικής.

Συγκεκριµένα, το 2016 λίγο πριν την συµφωνία ανάµεσα στην Τουρκία και την Ε.Ε. για το µεταναστευτικό ο κ. Ερντογάν απείλησε ότι θα ανοίξει τις πύλες και θα στείλει 600.000 µετανάστες στην Ευρώπη, ώστε να εξασφαλίσει πόρους 6,5 δισ. Ευρώ και περισσότερα οφέλη από την εν λόγω συµφωνία.

Υπό το πρίσµα αυτό, η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει σε αυστηρά και στοχευµένα µέτρα αποτροπής σε εθνικό επίπεδο, ενισχύοντας την επιχειρησιακή της ετοιµότητα και την κοινωνική της ανθεκτικότητα.

Παράλληλα, καλείται να διαδραµατίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάδειξη του ζητήµατος ως ευρωπαϊκής προτεραιότητας, ασκώντας πίεση για την υιοθέτηση µιας πιο συνεκτικής και ισχυρής ευρωπαϊκής στρατηγικής ασφάλειας.

Μιας στρατηγικής που θα προστατεύει αποτελεσµατικά τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης και θα αντιµετωπίζει µε ενιαίο τρόπο τις υβριδικές απειλές και τις απόπειρες αποσταθεροποίησης που εκδηλώνονται στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η κυβέρνηση της Τρίπολης εκτιµά ότι στη Λιβύη βρίσκονται σήµερα 3 έως 4 εκατοµµύρια παράνοµοι µετανάστες. Εάν επιχειρηθεί µαζική µετακίνησή τους, είναι βέβαιο ότι θα τεθεί σοβαρό ζήτηµα ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής τόσο για τις χώρες πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, όσο και για την Ε.Ε. συνολικά.

Το ενδεχόµενο µιας µαζικής και οργανωµένης µετακίνησης εκατοµµυρίων µεταναστών από τη Λιβύη προς την Ελλάδα και την Ευρώπη συνιστά όχι απλώς µια ανθρωπιστική ή κοινωνική πρόκληση, αλλά µια υβριδικού τύπου κρίση ασφάλειας, ενταγµένη σε ένα ευρύτερο σχέδιο στρατηγικής εργαλειοποίησης του µεταναστευτικού.

Πρόκειται για µια εν δυνάµει ασύµµετρη απειλή που στοχεύει στην υπονόµευση της εθνικής κυριαρχίας, της κοινωνικής συνοχής και της θεσµικής σταθερότητας των χωρών πρώτης γραµµής, δοκιµάζοντας παράλληλα την επιχειρησιακή, πολιτική και συστηµική ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού οικοδοµήµατος.

Μέσα σε αυτό το δυσµενές και ρευστό περιβάλλον, η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε έγκαιρα, υιοθετώντας ένα πακέτο έκτακτων µέτρων αποτροπής που στοχεύει αφενός στην ανάσχεση των µεταναστευτικών ροών από τη Λιβύη αφετέρου στην αποστολή ενός σαφούς και αποφασιστικού µηνύµατος προς τους διακινητές και τους οργανωτές αυτής της υβριδικής απειλής.

Η προσωρινή αναστολή εξέτασης αιτηµάτων ασύλου και η σύσταση κλειστής δοµής στην Κρήτη αποσκοπούν στην άµεση ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητας ελέγχου των συνόρων, ενώ η πρόβλεψη για συνεργασία µε τις λιβυκές αρχές και τις Ένοπλες Δυνάµεις καταδεικνύει την πρόθεση της κυβέρνησης να προσεγγίσει το ζήτηµα ολιστικά µε συνδυασµό διπλωµατικών, στρατιωτικών και διαχειριστικών εργαλείων.

Παράλληλα, η Ελλάδα πρέπει να αναδείξει το ζήτηµα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και να ζητήσει να αναγνωριστεί ως υβριδική απειλή ασφάλειας για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες υποδοχής όπου ταυτόχρονα, επηρεάζει και τη Συµµαχία συνολικά.

Επιπλέον, η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει τη συνεργασία µε χώρες πρώτης εισόδου όπως η Ιταλία, η Μάλτα και η Κύπρος, ώστε να διαµορφώσουν ένα κοινό µέτωπο αποτροπής.

* Δικηγόρος,

Επίτιµος πρόεδρος του κινήµατος «Υπέρβαση»

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή