Oι επιθέσεις σε εµπορικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα έχουν ήδη οδηγήσει σε εκτεταµένη παράκαµψη της Διώρυγας του Σουέζ, µε τη ναυτιλία να περνά αναγκαστικά από τον Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Η εναλλακτική αυτή πορεία συνεπάγεται πρόσθετο χρόνο 10–15 ηµερών και αύξηση του κόστους µεταφοράς κατά 30–40%, αποσταθεροποιώντας ταυτόχρονα κρίσιµες αλυσίδες εφοδιασµού. Την ήδη εύθραυστη κατάσταση επιδεινώνουν οι πρόσφατες απειλές για αποκλεισµό των Στενών του Ορµούζ, µιας διόδου από την οποία διέρχεται περίπου το 20% της παγκόσµιας προσφοράς πετρελαίου και σχεδόν όλο το LNG του Κατάρ. Ακόµη και η παραµικρή ένταση ή επεισόδιο στην περιοχή οδηγεί σε εκτόξευση του ασφαλιστικού κόστους και αύξηση κινδύνου για τις µεταφορές. Παρόλο που η αύξηση των τιµών του πετρελαίου εξισορροπείται σχετικά γρήγορα, το ρίσκο συσσωρεύεται και υπονοµεύει τη σταθερότητα των παγκόσµιων αγορών.
Αναµφισβήτητα οι αλυσιδωτές επιπτώσεις των γεωπολιτικών διαταραχών αναδιαµορφώνουν τις ναυτιλιακές οδούς του πλανήτη, οδηγώντας σε επανευθυγράµµιση του παγκόσµιου εµπορίου αναδεικνύοντας κρίσιµα ερωτήµατα για την ανθεκτικότητα των αλυσίδων εφοδιασµού. Σύµφωνα µε στοιχεία της Fluent Cargo, η χωρητικότητα µεταφοράς στον διάδροµο Ασίας–Ευρώπης µειώθηκε κατά 33% µεταξύ 2023 και 2024. Δεν πρόκειται για µια προσωρινή παράκαµψη αλλά για θεµελιώδη µεταβολή στον τρόπο µε τον οποίο κινούνται τα προϊόντα παγκοσµίως.

Στρατηγικά εργαλεία
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αναδυόµενες πρωτοβουλίες όπως αυτές του IMEC (India–Middle East–Europe Corridor) και του ITR (India–Turkey–Romania) δεν αποτελούν απλώς εναλλακτικές εµπορικές διαδροµές αλλά συνιστούν στρατηγικά εργαλεία επιρροής και λειτουργούν ως αντιστάθµισµα στην BRI (Belt and Road Initiative) της Κίνας. Καθίσταται πλέον σαφές ότι οι γεωπολιτικές εντάσεις δεν περιορίζονται στα σύνορα των χωρών αλλά διαχέονται στις παγκόσµιες ροές εµπορίου και εφοδιασµού.
Με τον πόλεµο Ρωσίας–Ουκρανίας, τις εντάσεις στη Μέση Ανατολή και τα Στενά του Ορµούζ, και τον στρατηγικό ανταγωνισµό Κίνας–ΗΠΑ, διαµορφώνεται ένα νέο παγκόσµιο τοπίο εµπορικό και εξαιρετικά γεωπολιτικό. Τα βασικά σηµεία έχουν ως εξής :
Ο πόλεµος Ρωσίας-Ουκρανίας ήταν ένα σηµείο καµπής της ευρωπαϊκής ενεργειακής αυτονοµίας, οδηγώντας στην διαφοροποίηση τροφοδοσίας φυσικού αερίου και στην αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Η Ευρώπη ανέπτυξε υποδοµές για αεριοποίηση του LNG, εισήγαγε ακριβό LNG από τις ΗΠΑ, συνέχισε τις εισαγωγές LNG από την Ρωσία, και προχώρησε σε συµφωνίες µε το Κατάρ, τη Νορβηγία και τη Βόρεια Αφρική.
Οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή και τα Στενά του Ορµούζ σχετίζονται µε τις βασικές οδούς διαµετακόµισης πετρελαίου και φυσικού αερίου µε τα στενά του Ορµούζ να βρίσκονται υπό έλεγχο του Ιράν. Το 20% του παγκόσµιου πετρελαίου διέρχεται από αυτό το γεωγραφικό σηµείο και οι συχνές ναυτικές εντάσεις µε το Ιράν και οι επιθέσεις σε τάνκερ στην Ερυθρά Θάλασσα προκαλούν αυξοµειώσεις στις τιµές και ενισχύουν την αστάθεια. Η εξάρτηση της Ασίας και της Ευρώπης από αυτόν τον διάδροµο καθιστά το Ιράν έναν αθέατο, αλλά κεντρικό παίκτη.
Ο ανταγωνισµός Κίνας-ΗΠΑ: Η Θάλασσα της Νότιας Κίνας αποτελεί έναν από τους πλέον κρίσιµους θαλάσσιους εµπορικούς διαδρόµους παγκοσµίως, καθώς διακινείται από εκεί ένα σηµαντικό ποσοστό του παγκόσµιου εφοδιασµού σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η περιοχή λειτουργεί ως κοµβικό πέρασµα καυσίµων για τις αγορές της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης και είναι απολύτως καθοριστική για τη διαχείριση του ενεργειακού εφοδιασµού. Σε αυτό το πλαίσιο, η Λαϊκή Δηµοκρατία της Κίνας επιδιώκει τον στρατηγικό έλεγχο της θαλάσσιας αυτής ζώνης, κατασκευάζοντας τεχνητά νησιά και στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις Νήσους Σπράτλι και Παράσελ. Η εδραίωση της παρουσίας της Κίνας αποσκοπεί στην αναθεώρηση των κανόνων θαλάσσιας κυριαρχίας µε στόχο τη διεύρυνση της γεωπολιτικής της επιρροής. Απέναντι σε αυτή τη διεκδίκηση, οι Ηνωµένες Πολιτείες ενισχύουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή, επικαλούµενες το δόγµα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας και πραγµατοποιούν συµµαχικές ασκήσεις µε χώρες του Ινδο-Ειρηνικού. Ο διάδροµος αυτός έχει µετατραπεί σε θέατρο στρατηγικού ανταγωνισµού µε παγκόσµιες επιπτώσεις στο διεθνές εµπόριο, την ενεργειακή ασφάλεια και τη ναυτιλιακή σταθερότητα.

Ενέργεια και ασφάλεια
Πρέπει να τονιστεί πως ο τρόπος µε τον οποίο τα έθνη αντιλαµβάνονται την πρόσβαση στην ενέργεια, την ασφάλεια και τη βιωσιµότητα έχει τις ρίζες του σε γεγονότα προηγούµενων δεκαετιών:
Το 1973 όταν ο ΟΠΕΚ επέβαλε εµπάργκο πετρελαίου, οι τιµές τετραπλασιάστηκαν και οι δυτικές οικονοµίες οδηγήθηκαν στην ανάπτυξη στρατηγικών αποθεµάτων πετρελαίου, διεθνών πρότυπων διαχείρισης και την γέννηση του Διεθνούς Οργανισµού Ενέργειας (ΙΕΑ).
Το 1979 η Ιρανική Επανάσταση οδήγησε σε µια νέα άνοδο των τιµών του πετρελαίου και επιπλέον διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας. Η Γαλλία διπλασίασε την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς σταθµούς, ενώ άλλες χώρες ανέπτυξαν την έρευνα άνθρακα και εγχώριου φυσικού αερίου.
Το 1986 το ατύχηµα του Τσερνοµπίλ πάγωσε τον παγκόσµιο ενθουσιασµό για την πυρηνική ενέργεια ειδικά στην Ευρώπη και µετατόπισε την κοινή γνώµη και την πολιτική προς αντιπυρηνικές θέσεις στη Γερµανία και την Ιταλία.
Το 1997 το πρωτόκολλο του Κιότο και το 2015 η Συµφωνία του Παρισιού, υπό το πρίσµα µιας κλιµατικής αλλαγής, αναδιαµόρφωσε την ενεργειακή πολιτική καθορίζοντας ως στόχους την µείωση των εκποµπών άνθρακα, την φορολόγηση των εκποµπών, τις επενδύσεις στις ανανεώσιµες πηγές ενέργειας και την τιµολόγηση των πράσινων καινοτοµιών.
Το 2000, ειδικά η ΕΕ εισάγοντας τον ανταγωνισµό, άρχισε να ιδιωτικοποιεί τους ενεργειακούς τοµείς αφήνοντας όµως σε δεύτερη µοίρα τη ρύθµιση και την ισότητα.
Το 2011 το ατύχηµα της Φουκουσιµα αναζωπύρωσε τις παγκόσµιες συζητήσεις για την πυρηνική ασφάλεια. Η Γερµανία επιτάχυνε την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, ενώ άλλες χώρες επαναξιολογούσαν τα ενεργειακά τους µείγµατα.
Από το 2014 οι συγκρούσεις Ρωσίας-Ουκρανίας έφεραν στην επιφάνεια την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο µε αποτέλεσµα το 2022 την προσπάθεια διαφοροποίησης στην προµήθεια ενέργειας, την δηµιουργία πολλών τερµατικών σταθµών ΥΦΑ, και την ανάπτυξη ανανεώσιµων πηγών ενέργειας που το 2025 δηµιουργεί πολλά ερωτηµατικά ως προς την απόδοσή τους.
Προτεραιότητες
Κάθε ένα από αυτά τα γεγονότα δεν προκάλεσε απλώς αλλαγές πολιτικής αλλά επανέγραψε τις εθνικές προτεραιότητες και αναδιαµόρφωσε τα πλαίσια διεθνών συνεργασιών. Ο σηµερινός ενεργειακός µετασχηµατισµός δεν εξελίσσεται σε ουδέτερο πεδίο, είναι δέσµιος των θαλάσσιων διαδρόµων ισχύος, των στρατηγικών εξαρτήσεων και των γεωστρατηγικών συµφερόντων. Χωρίς µια νέα χάραξη της παγκόσµιας ισορροπίας ως προς την πρόσβαση, την επιρροή και κυρίως την εµπιστοσύνη, οι φιλοδοξίες ενεργειακής ασφάλειας θα παραµείνουν αιχµάλωτες των ίδιων γεωπολιτικών λογικών. Το βλέµµα στρέφεται πλέον στην κρίσιµη δεκαετία του 2030, όπου θα φανεί αν οι προσαρµογές, θεσµικές και στρατιωτικές, θα οδηγήσουν σε πραγµατική γεωπολιτική επανισορρόπηση.
Μέχρι οι µεγάλες δυνάµεις να συναινέσουν, είτε ρητά είτε υπαινικτικά, σε ένα νέο παγκόσµιο ενεργειακό πλαίσιο, βασισµένο στη δικαιοσύνη, την ανθεκτικότητα και την κοινή ευθύνη, οι διάφοροι ύµνοι περί ενεργειακής στρατηγικής θα παραµένουν απλώς ύµνοι.
Επιγραµµατικά θα µπορούσαµε να πούµε ότι σήµερα, ο ανταγωνισµός για τον έλεγχο των ενεργειακών οδών είναι ισότιµος, αν όχι πιο κρίσιµος, από τη διεκδίκηση των ίδιων των ενεργειακών πόρων.
* Ενεργειακός αναλυτής και τέως πρόεδρος και διευθύνων σύµβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ)
yanbassias@gmail.com
www.amphorenergy.com