Ενδοοικογενειακή βία: Προτάσεις αντιμετώπισης από την πολιτεία και κοινωνία

Tης Δρ. ΜΑΡΙΑΣ ΑΛΒΑΝΟΥ *

Η ενδοοικογενειακή βία, που δυστυχώς καταλήγει και σε γυναικοκτονίες, εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα ασφάλειας διεθνώς. Το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα διάφορες υποθέσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας διαλύουν στερεότυπα σχετικά με χαρακτηριστικά δραστών και θυμάτων. Υπενθυμίζουν ότι κακοποιητές και θύματα μπορεί να είναι διάσημα και σημαίνοντα πρόσωπα, με μόρφωση, οικονομική ευμάρεια, επαγγελματική καταξίωση. Στερεότυπα που θέλουν το φαινόμενο να εξαντλείται σε συγκεκριμένα ταξικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά κλπ. χαρακτηριστικά και περιθωριοποιημένες ομάδες περισσότερο απηχούν συγκεκριμένες ιδεολογικές προκαταλήψεις και εμμονές, παρά τη ζοφερή πραγματικότητα που μπορεί να αγγίζει κάθε κοινωνική ομάδα. Πρόκειται άλλωστε για ένα φαινόμενο που εμφανίζει κατεξοχήν «σκοτεινό αριθμό» περιστατικών (που δηλαδή ουδέποτε καταγγέλλονται), και έτσι μπορεί και συντηρείται η βιτρίνα μιας «ελίτ κοινωνίας» από όπου υποτίθεται ότι εκλείπουν η βία και το έγκλημα μέσα στα πλαίσια της οικογένειας.
Όμως το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικότερης κουλτούρας βίας μέσα στην κοινωνία, η οποία εμφορείται- ακόμη και σήμερα- από την πατριαρχία και στοχοποιεί ιδιαίτερα τις γυναίκες. Βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις για την ανωτερότητα του άνδρα (με απαράδεκτη την αμφισβήτηση της), την εξουσία που του εξασφαλίζει η σωματική-μυϊκή ρώμη του (μεγαλύτερη από αυτή της γυναίκας), την ανδρική τιμή που εξαρτάται από τη συμπεριφορά της γυναίκας-«κτήματος» (συζύγου, κόρης, αδελφής, αλλά και μητέρας), τη χρήση βίας και επιβολή με αυτή ως έκφραση «αρσενικής» συμπεριφοράς αποτελούν την αρχή του νήματος που πρέπει να αναζητήσουμε για να κατανοήσουμε αυτά τα εγκλήματα.

Προφύλαξη των θυμάτων
Επειδή η αντιμετώπιση ενός τέτοιου περίπλοκου φαινομένου απαιτεί βάθος χρόνου και μεθοδική δράση για να αλλάξουν νοοτροπίες χιλιάδων χρόνων, είναι αναγκαία η προφύλαξη των θυμάτων που κινδυνεύουν σε πραγματικό χρόνο. Είναι θετικό ότι η ελληνική πολιτεία προσανατολίζεται προς επαναξιολόγηση του νομικού πλαισίου για την ενδοοικογενειακή βία, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικό σχετικά με τη διευκόλυνση της καταγγελίας και την εκδίκαση των συναφών υποθέσεων. Η αποτελεσματικότητα αυτή οφείλει να συνίσταται στην άμεση προστασία του καταγγέλλοντος προσώπου και ενδελεχή διερεύνηση του περιστατικού (με απαραίτητη την ταχύτητα στη λήψη ιατροδικαστικού υλικού), διαφυλάσσοντας όμως ταυτόχρονα βασικές αρχές του Δικαίου ως έκφανση της «Δίκαιης Δίκης», που προστατεύεται και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η προσπάθεια επίλυσης ενός προβλήματος δεν πρέπει να συνεπάγεται την δημιουργία ενός άλλου. Προτάσεις όπως η πρόοδος της ποινικής δίκης με απλά την ανάγνωση της κατάθεσης του καταγγέλλοντος προσώπου στην προδικασία (και μόνο με ειδική αιτιολογία του Δικαστηρίου εξέταση του στο ακροατήριο) δεν βοηθούν στη διερεύνηση της αλήθειας και υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν τη χώρα σε καταδίκες ενώπιον του Δικαστηρίου στο Στρασβούργο λόγω παραβίασης δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. Η νομοθεσία σε αγγλοσαξονικά κράτη μας δίδει ένα καλό μοντέλο που η τεχνολογική εξέλιξη επιτρέπει να αξιοποιήσουμε και εμείς: εξέταση της καταγγέλλουσας πλευράς εξ αποστάσεως ζωντανά, με video link, ώστε να εξασφαλίζεται η παρουσία της στη δίκη με την αναγκαία προστασία που χρειάζεται, αλλά και ο σεβασμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

Υποστηρικτικά μέτρα
Πάντως εκτός από δικονομικού τύπου αλλαγές, τα θύματα χρειάζονται και άλλες μορφές υποστηρικτικών μέτρων, γιατί πολλές φορές ο δισταγμός για την καταγγελία δεν έχει να κάνει μόνο με τον φόβο περαιτέρω θυματοποίησης, αλλά με πρακτικά προβλήματα της «επόμενης ημέρας». Για παράδειγμα, μια γυναίκα που έχει αποξενωθεί από την αγορά εργασίας, από συγγενείς και φίλους (ενδεχομένως ως αποτέλεσμα μεθοδεύσεων ή ευθείας απαγόρευσης του κακοποιητή, ώστε να την έχει απόλυτα εξαρτημένη από εκείνον), και ειδικά όταν έχει παιδιά, έχει να διαχειριστεί την πρόσκληση της επιβίωσης, της δικής της και των παιδιών της. Άρα χρειάζεται η δημιουργία ενός ολόκληρου πλαισίου που να βοηθά τη γυναίκα να σταθεί στα πόδια της. Επίσης η πολιτεία θα πρέπει να ξαναδεί με προσοχή και την υποχρεωτική συνεπιμέλεια που θέσπισε, αξιολογώντας αν λειτουργεί πραγματικά προς όφελος των παιδιών μετά τον χωρισμό των γονέων ή προσφέρει αφορμή στον κακοποιητή να δημιουργεί εκ νέου προβλήματα στην πρώην σύντροφο-σύζυγο.

Αφύπνιση
Σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας διαδραματίζει και η αντίδραση της κοινωνίας. Γενικότερα παρατηρείται αφύπνιση της ελληνικής κοινής γνώμης, ιδιαίτερα αναφορικά με παραλείψεις και κενά σε χειρισμούς της πολιτείας. Παρόλα αυτά παρατηρείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μια άλλη στάση. Αρχικά, αφορά την επίρριψη ευθυνών στα θύματα. Η γυναίκα, οποιαδήποτε επιλογή συντρόφου και αν έχει κάνει, στο τέλος καταλήγει με κάποιον τρόπο να θεωρείται εκείνη (συν)υπεύθυνη για τη θυματοποίηση της. Η εγκληματική συμπεριφορά του δράστη εκλαμβάνεται σχεδόν ως δεδομένος όρος και θα έπρεπε να προσέχει το θύμα να μη βρεθεί στον δρόμο του! Επίσης οι υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας-ειδικά αν αφορούν επωνύμους- σχολιάζονται με όρους τηλεριάλιτι και σαπουνόπερας, χωρίς κανένα σεβασμό στο θύμα, σε προσωπικά δεδομένα, στα παιδιά της οικογένειας. Ο κακοποιητής επικρίνεται όχι τόσο για την εγκληματική του δράση, όσο γιατί κάποιοι εκφράζουν αρνητικά συναισθήματα (ακόμη και απωθημένα) απέναντι σε επαγγέλματα, κοινωνικές τάξεις και ομάδες, χώρες καταγωγής, θρησκευτικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά κλπ. Όλα τα παραπάνω φανερώνουν μορφές κοινωνικής παθογένειας που δεν βοηθούν την κοινωνία στην ουσιαστική και σε βάθος αντιμετώπιση του προβλήματος της ενδοοικογενειακής βίας.

* Εγκληματολόγος,
Ειδική σε θέματα ασφάλειας,
Μέλος ερευνητικής ομάδας ITSTIME

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή