Tης Ελένης Αυλωνίτου *
Η γηπεδική και εξωγηπεδική βία αποτελεί μια βαθιά και όζουσα πληγή στο σώμα του Ελληνικού Αθλητισμού. Μέχρι σήμερα οι προσπάθειες των εκάστοτε κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν το θέμα χαρακτηρίζονται από την ψήφιση νόμων με πολύ φιλόδοξη στόχευση, που ακόμη κι αν εφαρμοστούν πλήρως και κατά γράμμα δεν μπορούν να δώσουν λύση στο πρόβλημα, παρά μόνο μερικώς. Όμως ακόμα και αυτοί οι νόμοι, αφού ψηφιστούν, δεν εφαρμόζονται.
Μάλιστα, το ζήτημα της γηπεδικής βίας κρύβει για τον νομοθέτη μία παγίδα, γιατί καθώς οι εκδηλώσεις της είναι απολύτως εξωφρενικές, ο νομοθέτης τείνει να εξαντλείται στην αυστηρότητα αποσπασματικών μέτρων, χάνοντας από το στόχαστρό του τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος, που ξέρουν να κρύβονται καλά.
Εάν η οπαδική βία ήταν μόνον θέμα ηλεκτρονικού εισιτηρίου, χρήσης καμερών, Αθλητικής Δικαιοσύνης κλπ, η Πολιτεία θα έλυνε το πρόβλημα και δεν θα είχαμε το τραγικό γεγονός του βαριά τραυματισμένου αστυνομικού, πόσο μάλλον τις δολοφονίες του Άλκη Καμπανού και Μιχάλη Κατσουρή, που έγιναν εκτός αγωνιστικού χώρου!
Πώς όμως να λύσει το φαινόμενο της οπαδικής βίας η Πολιτεία, όταν απλά προσπαθεί να την προσεγγίσει μόνο διαχειριστικά, δηλαδή να την κρατήσει υπό έλεγχο μέχρι ενός σημείου, με αγώνες κεκλεισμένων των θυρών και αυστηροποίση αστυνομικών ή τιμωρητικών μέτρων ενώ την ίδια στιγμή έχει αφήσειι έξω την κοινωνική και ταξική διάσταση του φαινομένου;
Πόσο αξιόπιστες μπορεί να είναι κυβερνήσεις, όταν οι ίδιες επί τόσα χρόνια κατασπαταλούσαν το δημόσιο χρήμα για να σώσουν αθλητικές ιδιωτικές εταιρίες που βρίσκοντο στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και όφειλαν εκατομμύρια ευρώ στο Ελληνικό δημόσιο; Όταν σε άλλες αθλητικές ιδιωτικές εταιρίες χαρίζοντο χρέη και σε άλλες όχι, όταν κάποιες από αυτές αντιμετωπίζοντο από τον αθλητικό νόμο με ευνοϊκούς όρους και σε κάποιες άλλες, ο πέλεκυς έπεφτε βαρύς, όταν σε άλλες εδίνοντο ενημερότητες και παρατάσεις και σε άλλες όχι, όταν σε κάποιες χαρίζοντο γήπεδα και άλλες δεν είχαν που την κεφαλήν κλίνη, όταν οι ομάδες διατηρούν συνδέσμους οργανωμένων οπαδών ως ιδιωτικούς στρατούς για να ασκούν πολιτικές πιέσεις στην εκάστοτε κυβέρνηση για την προώθηση εξωαθλητικών επιχειρηματικών στόχων των ιδιοκτητών παραγόντων της ομάδας, αλλά όταν πρέπει να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεων των συνδέσμων, ούτε τους είδαν ούτε τους ξέρουν..
Μήπως σε πολλές περιπτώσεις είναι οι ίδιοι αθλητικοί παράγοντες οι ηθικοί αυτουργοί των πράξεων των οργανωμένων οπαδών όταν επιτρέπουν να φέρονται ότι ενεργούν εξ ονόματός τους; Ή μήπως το τέρας, που διαμόρφωσαν τόσα χρόνια για τη στήριξη των στόχων τους αυτονομείται για την προώθηση των δικών του παράνομων στόχων;
Μήπως λοιπόν οι σύνδεσμοι φιλάθλων, που όπως τους γνωρίσαμε ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’60 με ’70 για να διατηρούν κάποιοι φίλαθλοι τη σχέση με την αγαπημένη τους ομάδα, που λόγω αντιδημοκρατικών περιορισμών της χούντας αδυνατούσαν να γίνουν μέλη της, μέχρι τη σημερινή τους εξέλιξη, έχουν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο;
Μήπως όταν το μαχαίρι πρέπει να μπει βαθιά στο κόκκαλο, ακόμα και αν αυτό επιφέρει αποκλεισμό ελληνικών ομάδων από διεθνείς διοργανώσεις η Πολιτεία κάνει πίσω, επειδή κάποιες ομάδες αν δεν τις αφήσουμε να εγκληματούν, θα καταστραφούν οικονομικά;
Μήπως βολεύει την εκάστοτε κυβέρνηση το γήπεδο να είναι το ση-μείο εκτόνωσης της λαϊκής οργής και της διάχυσης των κοινωνικών συγκρούσεων, γιατί αποτελεί ένα πεδίο ακίνδυνο, ένα αμορτισέρ να απορροφά τους κραδασμούς της κοινωνικής όξυνσης σε περιόδους, που οι κοινωνικές ανισότητες μεγενθύνονται από τις ασκούμενες πολιτικές;
Μήπως το γήπεδο αποκαλύπτει την κοινωνική κρίση με τα πολιτικά, οικονομικά, ηθικά και αξιακά της χαρακτηριστικά; Μήπως αποκαλύπτει το παρασιτικό σύστημα ανομίας που ζει παράπλευρα σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα, κατασπαταλώντας πόρους που θα μπορούσαν να επενδυθούν στη βάση κοινωνικών αναγκών και διαφορετικών κοινωνικών προτύπων;
Θέλει πραγματικά η Πολιτεία να διαμορφώσει Παιδεία και Πολιτισμό μέσα στο γήπεδο; Πότε επένδυσε σε δράσεις και αξίες μέσω του αθλητισμού ως σημαντικού παράγοντα διαμόρφωσης της προσωπικότητας του νέου στο σχολείο και στο δήμο που ζει; Κανένα από τα παιδιά που αθλήθηκε συστηματικά, ιδρώνοντας το σορτσάκι του δεν θα μπορούσε να γίνει ένα αυριανός χούλιγκαν, που δήθεν ταυτιζόμενος με κάποια ομάδα καταστρέφει τα πάντα γύρω του, αλλά ούτε θα αποτελούσε και μέλος στρατού οργανωμένων οπαδών, όπου εκεί βρίσκουν καταφύγιο κάθε καρυδιάς καρύδι από εθνικιστικά και ρατσιστικά στοιχεία, που προσπαθούν να συνδέσουν τη βίαιη δράση τους με δήθεν οπαδικά κίνητρα, με στόχο να τροομοκρατήσουν τη μεγάλη μερίδα των φιλάθλων, μέχρι άτομα του οργανωμένου εγκλήματος που χρησιμοποιούν τους συνδέσμους οπαδών για να συγκαλύψουν τη δράση τους, αξιοποιώντας τους νεαρούς, που πάνε να εκτονώσουν την οργή τους.
Φυσικά, όλοι οι αναφερθέντες αξιοποιούνται κατά περιόδους και απ;o τις αθλητικές διοικήσεις των ομάδων για να προωθούν δικά τους οικονομικά συμφέροντα. ΄Ετσι ένα κοινωνικό πρόβλημα της οπαδικής βίας στο γήπεδο και ένα ποινικό πρόβλημα της χρήσης του αθλητισμού για τη συγκάλυψη άσχετης με τον αθλητισμό εγκληματικής δραστηριότητας γίνονται ένα κουβάρι, που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την ουσιαστική πολιτική βούληση να εμπλέξει όλους τους τομείς ενός οργανωμένου κράτους δικαίου.
Η οπαδική βία ως μορφή μιας γενικότερης βίας μέσα στη κοινωνία μας, έχει πολιτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά και διαμορφώνει στάσεις ζωής και συμπεριφορές. Μέχρι σήμερα δεν φαίνεται ότι υπάρχει η πολιτική βούληση να λυθεί με ριζοσπαστικές τομές σε όλα τα επίπεδα, αλλά αρκείται στα ημίμετρα, που προσωρινά και εκ των υστέρων θα αντιμετωπίζουν κάποιες χείριστες εκδηλώσεις της. Μέχρι βέβαια να έρθει η επόμενη…
* πρώην Βουλευτής,
Μέλος Κεντρικής Επιτροπής
ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ.