Tου Δρ. Θεοδωρου Θεοδωρου *
Πολύ πριν περάσω το κατώφλι του Υπουργείου Εξωτερικών μελετούσα τη Συνθήκη της Λωζάννης. Από τότε ο ορισμός Υπερτάτη Συνθήκη καθόριζε την προσέγγισή μου στο σημαντικό κείμενο που όριζε σύνορα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και θέματα δικαιωμάτων μειονοτήτων στην Τουρκία και την Ελλάδα.
Περάσανε 100 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης και περίπου σαράντα χρόνια από την πρώτη ημέρα που μελέτησα το κείμενο στα γαλλικά και συνεχίζω με μεγάλη ικανοποίηση, επιστημονική και επαγγελματική, να διαπιστώνω πόσο επίκαιρη παραμένει η Συνθήκη που ρυθμίζει πολύ ευαίσθητα θέματα της διεθνούς πραγματικότητας προκειμένου να εξασφαλίζεται η ειρήνη και η περιφερειακή σταθερότητα.
Τριανταπέντε χρόνια στο Υπουργείο Εξωτερικών απαιτήθηκε περισσότερες φορές, από ό,τι μπορεί να φανταστεί οποιοσδήποτε, να εμβαθύνω στα άρθρα για να μη προσβάλω το πνεύμα και το γράμμα του κειμένου, είτε στις εισηγήσεις μου προς την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, είτε στις προτάσεις για διαμόρφωση της μειονοτικής μας πολιτικής, ιδιαίτερα στα χρόνια της τετραετούς θητείας μου στη Θράκη.
Η σιγουριά που αντλούσα από τη Συνθήκη της Λωζάννης, που ασχολείται με τα αστικά δικαιώματα των μουσουλμάνων συμπολιτών μας, την εκπαίδευση και τη θρησκεία, επιβεβαίωνε την αξία του σημαντικού συμβατικού εργαλείου, που μας εξασφάλισε η διεθνής συνεργασία μετά από τον πρώτο φρικτό πόλεμο.
Οι πρόνοιες για τις μειονότητες
Το πνεύμα της Συνθήκης υποχρέωσε τα συμβαλλόμενα μέρη, με έντονες διαφοροποιήσεις στην εφαρμογή των προνοιών του Συμβατικού κειμένου, να ασχοληθούν με την ουσία πολύ ευαίσθητων πτυχών που αναφέρονταν σε θρησκευτικές μειονότητες στην Ελλάδα και την Τουρκία, όταν στην Ευρώπη μειονοτικές συγκρούσεις οδήγησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην τρομοκρατία και αποσχιστικές κινητοποιήσεις προσθέτοντας εντάσεις στον δοκιμαζόμενο ευρωπαϊκό χώρο. Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή μας σημαντικές προσωπικότητες συνεχίζουν να προβληματίζονται επί της πιθανότητας πολιτιστικών συγκρούσεων χωρίς να τολμούν να ασχοληθούν επισταμένως με τα επιτυχή αποτελέσματα αρμονικής συμβίωσης της διαφορετικότητας στη Θράκη.
Στην εξέλιξη των κοινωνιών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εισήλθαν στην πραγματικότητά μας ισχυρότεροι όροι σεβασμού των Ανθρωπίνων και Μειονοτικών Δικαιωμάτων, αλλά όλα τα κείμενα που ακολούθησαν δεν τολμούν να ασχοληθούν σε τόσο μεγάλη λεπτομέρεια με προϋποθέσεις αρμονικής συμβίωσης, σωστής μειονοτικής εκπαίδευσης και θρησκευτικής ανοχής. Μέχρι και σήμερα σε πολλές χώρες της Ευρώπης η μουσουλμανική θρησκεία αναγνωρίζεται ως «ένωση ή σωματείο μουσουλμάνων», χωρίς να καλύπτονται οι θρησκευτικές ανάγκες των πιστών με σχετική νομοθεσία που αναδεικνύει
- – το σεβασμό στη θρησκευτική διαφορετικότητα,
- – την εκπαίδευση θρησκευτικών λειτουργών από τους διαμένοντες μουσουλμάνους στη χώρα, χωρίς να απαιτείται εισαγωγή ιμάμηδων και θρησκευτικών δασκάλων από το εξωτερικό,
- – το δικαίωμα επιλογής θρησκευτικού γάμου σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις θρησκευτικές παραδόσεις κάθε πιστού.
Μόνο πολύ πρόσφατα το Ηνωμένο Βασίλειο συζητά νόμιμους τρόπους αντιμετώπισης του θρησκευτικού γάμου μουσουλμάνων (μερική εφαρμογή σαρία) που κατοικούν στην επικράτειά του, η Γερμανία κατανόησε ότι απαιτείται οι ιμάμηδες και θρησκευτικοί δάσκαλοι να προέρχονται από τον γερμανικό πληθυσμό που θρησκεύεται στο Ισλάμ, ενώ η Γαλλία με μακρά πολυπολιτισμική εμπειρία συνεχίζει να νομοθετεί ακόμη περιοριστικά απαγορεύοντας την εμφανή χρήση θρησκευτικών συμβόλων θεωρώντας ότι η κάλυψη της κεφαλής των γυναικών αποτελεί πρόκληση όταν η βιομηχανία μόδας της συγκεκριμένης χώρας παράγει εξαιρετικούς κεφαλόδεσμους.
Αρμονική συμμετοχή
Η Ελλάδα με σεβασμό στη Συνθήκη της Λωζάννης έχει επιτύχει κοινωνική συνοχή και αρμονική συμμετοχή των μουσουλμάνων συμπολιτών μας στο οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, ακόμη και σε πολύ δύσκολες περιόδους της ελληνικής εξέλιξης.
Στην πολυτάραχη εποχή μας που περισσότεροι από 10.000 Ευρωπαίοι συστρατεύθηκαν στο Ισλαμικό Κράτος, αλλά και κάθε άλλη ακραία ομάδα, στην Ελλάδα δεν καταγράφεται καμία στρατολόγηση μουσουλμάνων από τη διεθνή τρομοκρατία. Η συνοχή και η αυτογνωσία των πολιτών ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων παρέχει αναμφισβήτητη παγκόσμια μαρτυρία για τη σημασία της Συνθήκης της Λωζάννης στην κοινωνική συνοχή και στη θρησκευτική ανοχή.
Ταυτοχρόνως όμως διαπιστώνεται ότι οποιαδήποτε στιγμή παραμερίζεται με όρους πολιτικής ή ακαδημαϊκής αναζήτησης το πνεύμα της Λωζάννης, είτε για να αναδειχθεί εθνοτική ταυτότητα (τουρκογενείς, πομάκοι, ρομά), είτε για να προωθηθεί ξεχωριστή θρησκευτική ταυτότητα που διαμορφώνεται στο πλαίσιο της Μουσουλμανικής θρησκείας (σουνίτες, σιήτες, αλεβήτες, μπεχτασήδες, δρούζοι, κιζιλμπάσηδες κ.λπ.) προκαλείται απόκλιση από τη Λωζάννη, επειδή η Συνθήκη αναφέρεται σε Ορθοδόξους Χριστιανούς, Ανατολικού Δόγματος και σε Μουσουλμάνους, που παρέμειναν στην Τουρκία και την Ελλάδα αντίστοιχα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και όχι στη δημιουργία μειονοτήτων μέσα στη θρησκευτική μειονότητα.
Για να γίνει αντιληπτή η διαχρονική αξία εξασφάλισης που παρέχεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης αρκεί να συγκρατηθεί ότι στην Ελλάδα αναγνωρίζεται το δικαίωμα του ατομικού προσδιορισμού (πομάκος, ρομά τουρκογενής, μπεχτασής, σουνίτης ή αλεβίτης) αλλά η θρησκευτική μειονότητα που καλύπτεται από το κείμενο της Λωζάννης είναι η μουσουλμανική χωρίς άλλες ενδοθρησκειακές δογματικές διαφοροποιήσεις ή εθνοτικές κατηγοριοποιήσεις.
Θρησκευτικός ακροβατισμός από Τουρκία
Βέβαια στην άσκηση πολιτικής η Τουρκία προσπαθεί να επιβάλλει εθνοτική ταυτότητα στους μουσουλμάνους της Θράκης παραβλέποντας ότι το διεθνές δίκαιο, ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, η Ευρωπαϊκή νομοθεσία και διεθνείς συμβάσεις αναγνωρίζουν την κυριαρχία των κρατών και δεν επιτρέπουν παρέμβαση τρίτων στα εσωτερικά θέματα των χωρών. Η Άγκυρα πέραν της πολιτικής παρέμβασης που διαχρονικά επιχειρεί στην Ελληνική επικράτεια με «θρησκευτικό ακροβατισμό» επιβάλλει συμμετοχή των σουνιτών διπλωματικών της υπαλλήλων, της Πρεσβείας και του Προξενείου στην Κομοτηνή, σε μη σουνητικές θρησκευτικές εορτές στις οποίες καταναλώνεται αλκοόλ και τρόφιμα που δεν ακολουθούν τη διαδικασία χαλάλ.
Η απαίτηση ανάδειξης της τουρκικής θρησκευτικής ασυνέπειας ποιοτικά απέχει πολύ από την εκφρασμένη επιθυμία ορισμένων να αναγνωρισθεί ο μπεχτασισμός ως επίσημη θρησκεία, τη στιγμή που οι μπεχτασήδες στην Ελλάδα διατηρούν από αιώνες τα προσκυνήματα τους και την καθαρότητα στη μυστικιστική διαδικασία που απαιτεί η θρησκεία τους.
Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι συμβιώνουν αρμονικά επειδή η Ελλάδα με πολύ ευαισθησία και ξεχωριστή συνέπεια προσεγγίζει τη θρησκευτική διαφορετικότητα. Στην περιοχή μας ο σεβασμός στα σύνορα, που προβλέπεται από τη Συνθήκη, γύρω από την Τουρκία εξασφαλίζει την κυριαρχία των κρατών, αλλά και για την Τουρκία την εδαφική της ακεραιότητα κυρίως στις νότιες και ανατολικές περιφέρειες της που μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες είναι Κούρδοι και Αλεβήτες.
Εθνική πραγματικότητα
Η Συνθήκη της Λωζάννης παραμένει η Υπερτάτη Συνθήκη που δεν μπορεί να θίγεται από εσωτερικές νομοθεσίες ή μεταγενέστερες διεθνείς συμβάσεις (ενδεικτικά αναφέρεται η υποχρεωτική συμβατική υποταγή στις αρχές της Συνθήκης της Λωζάννης ακόμη και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, κυρίως στα θέματα των Ανθρωπίνων και Μειονοτικών Δικαιωμάτων).
Η δημοκρατική Ελλάδα εμμένει στον απόλυτο σεβασμό και στην συνεπή εφαρμογή του πλαισίου που διαμορφώνεται από το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συμβάσεις, παρακολουθεί προσεκτικά τις αναλύσεις των ακαδημαϊκών, των πανεπιστημιακών δασκάλων, των αναλυτών διεθνών σχέσεων και των βουλευτών, αλλά όπως κάθε συντεταγμένη πολιτεία εκφράζεται δια των εκλεγμένων κυβερνήσεων της. Οι προαναφερθέντες δάσκαλοι, πολιτικοί αναλυτές και διεθνολόγοι υποχρεώνονται να λαμβάνουν υπόψη τους την εθνική πραγματικότητα, αναγνωρίζοντας εμπράκτως ότι δεν εκφράζουν τίποτε περισσότερο παρά μόνο τον εαυτό τους και την επιστημονική τους αυθεντία διατηρώντας το δικαίωμα ακόμη και επιστημονικών ολισθημάτων, όπως τους εξασφαλίζει η ακαδημαϊκή αδεία και το δημοκρατικό δικαίωμα κάθε πολίτη.
Η ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών και η Διπλωματική Υπηρεσία προφανώς δεν απολαμβάνουν αυτής της απολύτου ελευθερίας, επειδή υποχρεώνονται να υπηρετούν και να εκτελούν αποκλειστικώς την εθνική πολιτική όπως διαμορφώνεται με επιτυχία από τις ελληνικές κυβερνήσεις στην οποία κατά προτεραιότητα συμπεριλαμβάνεται και η αποτελεσματική εφαρμογή ενός διαχρονικά πολύ φρέσκου και «νεαρού» διεθνούς κειμένου όπως η Συνθήκη της Λωζάννης, κυρίως μετά το 1991, με τη διακηρυγμένη πολιτειακή δέσμευση για ισονομία και ισοπολιτεία όλων των Ελλήνων πολιτών.
* Διπλωμάτης καριέρας και σήμερα πρέσβης επί τιμή