Από την πρώτη στιγμή που το θέμα των υποκλοπών έσκασε σαν
«βόμβα» στο δημόσιο βίο, ήταν αρκετοί εκείνοι που τού έδωσαν τις
διαστάσεις που τού πρέπει: δηλαδή, αυτές που αφορούν στον
πυρήνα της λειτουργίας του πολιτεύματος, όταν οι αποκαλύψεις
δημιουργούν μία σκιά πως ένας πρωθυπουργός παρακολουθεί
πολιτικούς του αντιπάλους και δημοσιογράφους που «σκαλίζουν»
ενοχλητικά πράγματα.
Ασφαλώς, πολλοί στα ΜΜΕ, είτε λειτουργώντας ως
επικοινωνιακός βραχίονας προστασίας του πρωθυπουργού
–κάνοντας, δηλαδή, αυτό που κάνουν τα τελευταία 3,5 χρόνια…-
είτε επειδή, λόγω μιθριδατισμού, «κατάπιαν» αμάσητο το
σκάνδαλο, το υποτίμησαν ευθύς εξαρχής. Ωστόσο, όσο ο καιρός
περνούσε και η κυβέρνηση δεν κρατούσε καν τα προσχήματα στην
προσπάθειά της να προωθήσει την συγκάλυψή του, τόσο
εμπεδώθηκε η αίσθηση ότι οι «κοριοί» έχουν ονοματεπώνυμο. Και
αυτό το ονοματεπώνυμο ταυτίζεται με εκείνο του προέδρου της
κυβέρνησης…
Η ΝΔ και το Μαξίμου «κρύφτηκαν» πίσω από τις αποπομπές
Δημητριάδη-Κοντολέοντος και πέραν τούτου ουδέν. Η κοινή
γνώμη, έκτοτε, παρακολούθησε άναυδη, μία κυβέρνηση να
προσπαθεί χυδαία, αλλά και απροσχημάτιστα, να συγκαλύψει
αυτή τη ζοφερή υπόθεση: για παράδειγμα, ενώ το Μαξίμουυ
επιμένει ότι είναι άλλο πράγμα οι «νόμιμες επισυνδέσεις» (sic) και
άλλο οι υποκλοπές με παράνομα λογισμικά, θα περίμενε κανείς να
είχαν διεξαχθεί ουσιαστικές έρευνες σε εταιρείες όπως η Intelexxa,
που έχουν ως αντικείμενο εργασιών την «ενοικίαση» τέτοιων
λογισμικών. Επίσης, θα περίμενε κανείς να καταργηθεί η ρύθμιση
με την οποία ένα θύμα παρακολούθησης δικαιούται να μάθει
ποιος, γιατί και πότε τον παρακολούθησε.
Κατ’ επέκταση, θα περίμενε κανείς ότι η κυβέρνηση δε θα «έκοβε»
τους πλέον κρίσιμους μάρτυρες από την εξεταστική επιτροπή και
ότι ο πρωθυπουργός δε θα «νομιμοποιούσε» τη… συσκότιση δι’
απορρήτου που επιχείρησαν όλοι οι εμπλεκόμενοι, κατά τις
καταθέσεις τους στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της
Βουλής, αλλά και στην εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή.
Κοντολογίς, όλοι οι χειρισμοί και οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης και
του σκληρού πρωθυπουργικού πυρήνα κατατείνουν σε μία
επιδίωξη: να «στεγανοποιηθεί» το σκάνδαλο και να «πνιγούν» οι
αποκαλύψεις. Τούτου δοθέντος, τώρα που πλέον έχουν γίνει «φέιγ
βολάν» πάρα πολλά ονόματα θυμάτων παρακολούθησης και η
σκιά έχει γίνει βαρύ σύννεφο, τα πράγματα έχουν πάρει την δική
τους τροπή και έχουν προσλάβει εντελώς διαφορετικές διαστάσεις.
Με άλλα λόγια, τώρα το θέμα δεν είναι αν ο πρωθυπουργός
παρακολουθούσε απλώς έναν υποψήφιο πολιτικό αρχηγό για να
δει με ποιους μιλάει, τον τομεάρχη Προστασίας του Πολίτη της
αξιωματικής αντιπολίτευσης και έναν δημοσιογράφο που έκανε
«ενοχλητικές» έρευνες. Τώρα, η βαριά σκιά που συνοδεύει τον
πρωθυπουργό είναι ότι παρακολουθούσε όλους με όσους είχε
«αρρυθμίες» στη συνεργασία του, όπως την ομάδα που
διαχειριζόταν την πανδημία, τον επικεφαλής της ελληνικής
διπλωματίας, τον περιφερειάρχη Αττικής (!), όσους τού ασκούσαν
σάτιρα και κριτική, εκείνους που θεωρούσε επίδοξους
«δελφίνους», αλλά και επιχειρηματίες που θα μπορούσαν να
επηρεάσουν την πολιτική κυριαρχία του.
Με άλλα λόγια, τώρα τα πράγματα έχουν πάρει τις δικές τους
διαστάσεις. Και το επίδικο δεν είναι να αποκατασταθεί η λειτουργία
των θεσμών ώστε ο πρωθυπουργός να λογοδοτήσει εντός του
δημοκρατικού παιχνιδιού και να λειτουργήσουν τα απαραίτητα
«αντίβαρα» έναντι του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος
εξουσίας. Τώρα, το υπό διακύβευμα δίλημμα είναι «Δημοκρατία ή
Μητσοτάκης», όσο βαρύ κι αν ακούγεται αυτό.