Χρήστος Χαλαζιάς: Πράσινοι Μύθοι 

του ΧΡΗΣΤΟΥ Η. ΧΑΛΑΖΙΑ

Υπάρχει μια επικίνδυνη παρανόηση, ότι η Βουλή και η συμφωνία του πολιτικού κόσμου είναι τα μόνα στοιχεία που μας λείπουν για να καταπολεμήσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει ακόμη ένα κολοσσιαίο τεχνολογικό εμπόδιο. Ο τερματισμός της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα απαιτεί ολοκληρωτική μετατροπή των ενεργειακών συστημάτων του πλανήτη. Καμιά εναλλακτική μορφή ενέργειας δεν είναι τόσο αποδοτική όσο τα ορυκτά καύσιμα. Εκτός από την πυρηνική ενέργεια -η οποία παραμένει περισσότερο δαπανηρή από τα ορυκτά καύσιμα- όλες οι γνωστές δυνατότητες προϋποθέτουν σημαντική πρόοδο στην έρευνα και στην ανάπτυξη.
Αναλογιστείτε μόνο το τρομακτικό και παράλογο γεγονός, ότι έρευνα που σχετίζεται με τα κίνητρα για τη μείωση της χρήσης του άνθρακα χρησιμοποιεί οικονομικά μοντέλα τα οποία απλώς θεωρούν ότι οι τεχνολογικές πρόοδοι θα σημειωθούν από μόνες τους. Βαδίζοντας σε αυτό το μονοπάτι του εφησυχασμού με το ισχνό πόσο των δις δολαρίων που δαπανώνται ετησίως σε ολόκληρο τον κόσμο για την έρευνα και την ανάπτυξη των «πράσινων» μορφών ενέργειας, η απαραίτητη τεχνολογική πρόοδος δεν πρόκειται να έλθει στην ώρα της.
Υπό αυτές τις συνθήκες οι κυβερνήσεις προσπαθούν να περιορίσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μέσω της επιβολής φόρων και εμπορικών μεθοδεύσεων χωρίς αποτελεσματικά υποκατάστατα.
Με αυτόν τον τρόπο δεν θα επιτευχθεί ουσιαστικά καμία πρόοδος στο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής στο μέλλον, ενώ βραχυπρόθεσμα θα επιβραδυνθεί η οικονομική ανάπτυξη οδηγώντας περισσότερους ανθρώπους στη φτώχεια και τον πλανήτη σε δυσχερέστερη θέση από αυτή στην οποία θα μπορούσε να βρίσκεται.

Ενεργειακές ανάγκες
Ας έχουμε κατά νου ότι οι παγκόσμιες ενεργειακές ανάγκες θα διπλασιαστούν ως το 2050. Η χρήση ορυκτών καυσίμων -παρά το γεγονός ότι κακολογείται από πολλούς- παραμένει θεμελιώδους σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη, την ευημερία, ακόμη και για την επιβίωσή μας. Οι εναλλακτικές μορφές ενέργειες έχουν εκθειαστεί υπέρμετρα από υπερασπιστές συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων και από ευκολόπιστα μέσα ενημέρωσης ώστε να εμφανίζονται πολύ πιο έτοιμες για ευρεία χρήση από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.
Ένας συχνά επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός είναι π.χ. ότι η Δανία παράγει το 1/5 της ενέργεια που καταναλώνει από την αιολική ενέργεια, ποσοστό το οποίο συνιστά μακράν το μεγαλύτερο στον κόσμο. Εμφανίζεται έτσι ως χώρα-υπόδειγμα για τον υπόλοιπο πλανήτη, ως απόδειξη ότι η δημιουργία «πράσινων» θέσεων εργασίας είναι εύκολη υπόθεση καθώς και ότι  η αιολική ενέργεια είναι τελικά μια οικονομική εναλλακτική μορφή ενέργειας.

Πραγματικότητα
Η πραγματικότητα όμως είναι αυτή που αποκαλύπτει πρόσφατη μελέτη του Δανικού Κέντρου Πολιτικών Μελετών. Σύμφωνα με αυτή, λιγότερο από το 10% των ενεργειακών αναγκών της χώρας καλύπτεται από την αιολική ενέργεια, διότι το μεγαλύτερο ποσοστό της παράγεται όταν δεν υπάρχει ζήτηση και πωλείται έναντι πολύ χαμηλού τιμήματος σε άλλες χώρες. Αυτό συνεπάγεται πολύ λιγότερη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στη Δανία, όπου ένας τόνος διοξειδίου του άνθρακα μειώνεται με κόστος τουλάχιστον έξι φορές μεγαλύτερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Τα τιμολόγια του ρεύματος στη Δανία είναι τα υψηλότερα από κάθε αναπτυγμένη χώρα. Οι Δανοί πληρώνουν κατά μέσο όρο 0,25 ευρώ την κιλοβατώρα όταν οι κάτοικοι της Αμερικής πληρώνουν 0,05 ευρώ την κιλοβατώρα. Η βιομηχανία αιολικής ενεργείας της Δανίας είναι σχεδόν απόλυτα εξαρτημένη από την κρατική επιδότηση, η οποία προέρχεται από τους φορολογουμένους και στηρίζει έναν μεσαίο αριθμό εργαζομένων. Κάθε νέα θέση εργασίας στον τομέα της αιολικής ενέργειας στοιχίζει ετησίως τουλάχιστον 81.00 ευρώ στους Δανούς φορολογούμενους.
Η κρατική επιδότηση μετατόπισε τις θέσεις εργασίας προς τον λιγότερο παραγωγικό τομέα της αιολικής ενέργειας, με αποτέλεσμα το ΑΕΠ της χώρας να μειωθεί κατά 180εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με το εγχώριο προϊόν που θα παρήγαγε αν οι ίδιοι οι άνθρωποι απασχολούνταν σε κάποιον άλλο τομέα.
Η έκθεση συμπεραίνει απερίφραστα: «Δεν θα υπήρχε βιομηχανία αιολικής ενέργειας άξια λόγου στη Δανία αν είχε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς».
Η αιολική καλύπτει από κοινού ένα ισχνό ποσοστό -λιγότερο από 0,6%- των συνολικών ενεργειακών αναγκών του πλανήτη. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο αυξημένο κόστος τους, αλλά και στα σημαντικά τεχνολογικά εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν ώστε να γίνουν πιο αποδοτικές. Πρώτον, θα πρέπει να κατασκευαστούν δίκτυα τα οποία θα μεταφέρουν την ηλιακή και την αιολική από τις περιοχές που έχουν μεγαλύτερη ηλιοφάνεια και ισχυρότερους ανέμους στις περιοχές που είναι πιο πυκνοκατοικημένες. Δεύτερον, θα πρέπει να εφευρεθεί ένας τρόπος αποθήκευσης αυτής της ενέργειας ώστε να είναι διαθέσιμη ακόμη και σε περίοδο άπνοιας ή χαμηλής ηλιοφάνειας. Πράγματι, σύμφωνα με τον Κ. Γκριν και την Ιαζμπέλα Γκαλιάνα του πανεπιστημίου ΜακΓκιλ του Κεμπέκ στον Καναδά, ακόμη και αν βελτιωθούν τεχνικά, η ασυνέχεια και η μεταβλητότητα της ηλιακής ενέργειας συνεπάγεται ότι αυτές οι δυο μορφές δύσκολα μπορούν να καλύψουν περισσότερο από το 10-15% της σημερινής ηλεκτρικής ενέργειας με μαζικές επενδύσεις σε συστήματα αποθήκευσης.

Δημόσιες δαπάνες
Για να υπερκεραστούν αυτά τα εμπόδια πρέπει να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες στους τομείς της έρευνας και της Ανάπτυξης. Δεν μπορούμε να βασιστούμε αποκλειστικά στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως συνέβη και με τις έρευνες στην ιατρική, οι πρώτες καινοτομίες δεν αναμένεται να αποφέρουν σημαντικές οικονομικές ανταποδόσεις, οπότε τα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις σήμερα δεν είναι ισχυρά.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Κέντρου Συναίνεσης της Κοπεγχάγης και της Παγκόσμιας Τράπεζας, για να καταστούν οι εναλλακτικές τεχνολογίες της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας πραγματικά βιώσιμες απαιτούνται επενδύσεις της τάξεως των 70 δισ. ευρώ ετησίως στην έρευνα και στην ανάπτυξή τους. Το ποσό αυτό είναι το δεκαπλάσιο από αυτό που δαπανούν σήμερα οι κυβερνήσεις, αλλά αποτελεί ένα μικρό μόνο ποσοστό του κόστους των αναποτελεσματικών περιορισμών των αερίων του θερμοκηπίου που προτείνονται.
Η φορολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην χρηματοδότηση της έρευνας και της ανάπτυξης.
Ο τρόπο όμως με τον οποίο αντιμετωπίζουμε σήμερα την υπερθέρμανση του πλανήτη, εστιάζοντας κυρίως στο πόσους ρύπους μπορούμε να μειώσουμε μέσω της επιβολής φόρων και όχι στο πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε τεχνολογικά αυτή τη μείωση, τοποθετεί το «κάρο μπροστά από το άλογο».
Δεν βαδίζουμε στον σωστό δρόμο για να προλάβουμε τα δεινά που θα προκύψουν από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι μόνο πολιτική βούληση. Για ένα ανθηρό μέλλον χρειάζονται άφθονες πηγές ενέργειας. Έχουμε απέναντί μας το τρομοκρατικό καθήκον να βρούμε αξιόπιστες εναλλακτικές στα ορυκτά καύσιμα χωρίς να κανακεύουμε και να καταστρέφουμε το περιβάλλον, π.χ. τις ανεμογεννήτριες, ή τα Φωτοβολταϊκά που κερδίζουν έδαφος στην αγορά ενέργειας, ειδικά με εγκαταστάσεις σε ταράτσες και σε σκεπές βιομηχανιών.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή