Το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα, και όχι µόνο, χαρακτηρίζεται από σηµαντικό βαθµό µεταβλητότητας. Τη στιγµή που η Νέα Δηµοκρατία φαινόταν πως είχε δηµοσκοπική στασιµότητα µη µπορώντας να «ξεκολλήσει» από τα ποσοστά των ευρωεκλογών, το ΠΑΣΟΚ µε τη συζήτηση περί συνεργασίας µε την αριστερά «τρόµαξε» πολίτες και συσπείρωσε το κυβερνών κόµµα φέρνοντας το δηµοσκοπικά σε ποσοστά άνω του 30% µετά από καιρό. Και ενώ όλα έδειχναν πως άνευ εκλογικά σοβαρού αντιπάλου η ΝΔ θα µπορούσε να φλερτάρει και µε ποσοστά αυτοδυναµίας, ήρθαν τα συλλαλητήρια για την τραγωδία των Τεµπών να δείξουν πόσο ρευστά είναι τα πράγµατα και να κλονήσει αυτά που έµοιαζαν ακλόνητα.
Η τραγωδία των Τεµπών είναι ένα γεγονός που δηµιουργεί ισχυρή ψυχική ταύτιση ανάµεσα στους πολίτες από τη µια πλευρά και στα θύµατα και τις οικογένειές τους από την άλλη. Αυτό διότι τη συγκεκριµένη διαδροµή του τρένου την έχουν κάνει σχεδόν όλοι και όχι µόνο µία φορά. Ειδικά όσοι ζούνε σε περιοχές ανάµεσα από Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Έτσι οι νέοι βλέπουνε στα θύµατα τον καθρέφτη ενώ οι µεγαλύτεροι τα παιδιά τους. Η ψυχική ταύτιση αυτή δε µπορεί να νικηθεί.
Λάθη
Επιπροσθέτως, είχαµε πολλά και σοβαρά κυβερνητικά λάθη στη διαχείρηση του θέµατος. Πέρασαν δυο χρόνια σιγής από την κυβέρνηση, η οποία οδήγησε στη δηµιουργία πολλών σεναρίων από την αντιπολίτευση. Αυτό δηµιούργησε στους πολίτες της πεποίθηση πως η κυβέρνηση, η δικαιοσύνη, το σύστηµα, οι θεσµοί κάτι προσπαθούν να τους κρύψουν. Ότι υπάρχει µια αλήθεια που η «θεσµική ελίτ» δε θέλει να µάθει ο κόσµος. Έτσι για µια µεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, τα θύµατα της τραγωδία των Τεµπών έχουν γίνει αδικαίωτοι νεκροί. Γι αυτό δεν έχουν ξεχαστεί. Επειδή το κεφάλαιο της τραγωδίας για τον κόσµο δεν έχει κλείσει. Και δε θα κλείσει µέχρι να θεωρήσουν πως έχει υπάρξει δικαίωση. Για αυτό δύο χρόνια µετά την τραγωδία κατέβηκε ένα εκατοµµύριο κόσµος στο δρόµο.
Διαχωρισµός
Πολιτικά η τραγωδία των Τεµπών χωρίζει στην Ελλάδα ξανά το πολιτικό σκηνικό σε δυο µέρη: στο συστηµικό και το αντισυστηµικό. Η στάση που παίρνουν οι πολιτικοί στο συγκεκριµένο ζήτηµα µετριούνται από τους πολίτες και τους κατατάσσουν σε στρατόπεδα. Ειδικά για τους νεότερους σε ηλικία, για τους οποίους η σηµασία του διαχωριστικού διπόλου «δεξιά-αριστερά» έχει ξεθωριάσει, το «σύστηµα – αντισύστηµα» έχει αυξηµένη σηµασία. Ο πολιτικός διαχωρισµός αυτός δεν είναι ελληνικό φαινόµενο. Σχεδόν σε όλες τις χώρες της Δύσης παρατηρείται το φαινόµενο της µειωµένης εµπιστοσύνης στους πολιτικούς ως πρόσωπα, το πολιτικός σύστηµα και τους θεσµούς της φιλελεύθερης δηµοκρατίας αλλά και η αύξηση του πολιτικού κυνισµού. Η κρίση αγοραστικής δύναµης, το µεταναστευτικό, η ζήτηση για ασφάλεια σε συνδυασµό µε την αδυναµία ή απροθυµία των παραδοσιακών κοµµάτων να αντιµετωπίσουν τα σηµαντικά για τους πολίτες προβλήµατα έχει κάνει σηµαντική µερίδα ψηφοφόρων να αναζητούν λύσεις εκτός συστήµατος. Γεγονότα όπως η τραγωδία των Τεµπών που ακουµπούν ζητήµατα δικαιοσύνης ενισχύουν αυτήν την τάση. Έτσι είναι πολύ πιο εύκολο ψηφοφόροι να µετακινούνται από ένα αριστερό αντισυστηµικό κόµµα προς ένα δεξιό αντισυστηµικό αντί προς ένα συστηµικό αριστερό. Είναι η σηµασία του διπόλου που παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτό.
Σε άµυνα
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση, αλλά και όλο το «συστηµικό µπλοκ» είναι πλέον σε άµυνα. Η µεν κυβέρνηση φαίνεται να αποχαιρετά την αυτοδυναµία ενώ η συστηµική αντιπολίτευση έχει εγκλωβιστεί. Αυτό διότι πρώτον απευθύνεται σε ένα κοινό που συρρικνώνεται. Δεύτερον, εάν επιθυµεί να γίνει κυβέρνηση τότε θα πρέπει να πείσει το κέντρο και κοµµάτι της κεντροδεξιάς πως µπορεί να κυβερνήσει. Με τη νοοτροπία δεκαετιών 1990 και 2000 και την «κακή δεξιά που πρέπει να πέσει», αλλά και ηγεσίες που δεν εµπνέουν, αυτό δε µπορεί να συµβεί. Όσο τα συστηµικά κόµµατα της αντιπολίτευσης δε µπορούν να δώσουν πειστική απάντηση στο ερώτηµα «γιατί να σε ψηφίσω;» τη στιγµή που υψώνονται τα αρνητικά συναισθήµατα των πολιτών, τόσο µεγαλύτερη δηµοσκοπική άνοδο θα έχουν τα αντισυστηµικά κόµµατα.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δηλαδή το βασικό σενάριο είναι να συνεχίσουν να µειώνονται τα δηµοσκοπικά ποσοστά του συνόλου των κοµµάτων του συστηµικού µπλοκ και να αυξάνονται αυτά των κοµµάτων του αντισυστηµικού µπλοκ. Εάν βάλουµε στην εξίσωση και την κανονικοποίηση του αντισυστηµισµού από την άλλη πλευρά του ατλαντικού αλλά και τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, γίνεται κατανοητό ότι οι πιθανότητες ενός τέτοιου σεναρίου είναι µάλλον αυξηµένες. Τα ερωτήµατα πλεόν είναι πότε και σε ποιο σηµείο θα επέλθει η νέα ισορροπία ανάµεσα στο δίπολο «σύστηµα – αντισύστηµα» αλλά και το ποια κόµµατα θα επικρατήσουν σε κάθε µπλοκ. Μέχρι που µπορούν να προελάσουν οι ανιστυστηµικοί; Για να δωθούν απαντήσεις στα ερωτήµατα αυτά είναι ακόµα νωρίς, το σίγουρο είναι όµως πως σε ένα τόσο ευµετάβλητο πολιτικό σκηνικό τίποτα δεν πρέπει πλέο να θεωρείται δεδοµένο.

* Αναλυτής εκλογικής συµπεριφοράς