Το πολιτικό σύστηµα στην Ελλάδα της µεταπολίτευσης χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία ενός διπόλου. Μέχρι την κρίση του 2010 αυτό το δίπολο ήταν ανάµεσα στη Νέα Δηµοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, έπειτα ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά πήρε την θέση του ΠΑΣΟΚ απέναντι στη ΝΔ. Αυτό κράτησε µέχρι το 2023. Μετά την κατάρρευση του δευτέρου πόλου εξουσίας στις διπλές εκλογές του 2023 το πολιτικό σύστηµα της χώρας έχει µπει σε µια µεταβατική περίοδο η οποία χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και άρα ισχυρή µεταβλητότητα. Αυτή η µεταβατική περίοδος, µέσα στην οποία συµπληρώνουµε δύο χρόνια, δεν ξέρουµε ούτε πως αλλά ούτε και πότε θα τελειώσει. Δε γνωρίζουµε δηλαδή εάν το τέλος της διαδροµής θα είναι σε µία, δύο ή τρεις τετραετίες και εάν όταν το πολιτικό σύστηµα σταθεροποιηθεί θα έχουµε και πάλι κυριαρχία διπόλου και άρα αυτοδύναµες κυβερνήσεις ή εάν θα επικρατήσει τρίπολο ή τετράπολο µε δηµιουργία κυβερνήσεων συνεργασίας.
Προς το παρόν, µέσα στα δύο χρόνια που έχουν µεσολαβήσει από την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ έχουµε δει προσωπικότητες να µονοπωλούν το ενδιαφέρον και ύστερα να ξεθωριάζουν, κόµµατα να ανεβαίνουν δηµοσκοπικά και έπειτα να ξεφουσκώνουν, νέα κόµµατα να δηµιουργούνται και να προσπαθούν να τοποθετηθούν στο πολιτικό σκηνικό που µοιάζει µε κινούµενη άµµο. Το να προσπαθούν πολλοί και από διάφορες πλευρές του πολιτικού φάσµατος να εισέλθουν στην αγορά αυτήν την περίοδο είναι λογικό καθώς βρισκόµαστε σε περίοδο που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και ευκολία στις µετακινήσεις ψηφοφόρων. Δεν είναι όµως µόνο το ότι οι ψηφοφόροι γίνονται χρόνο µε το χρόνο λιγότερο πιστοί από ότι στο παρελθόν (ειδικά οι νέες γενιές), ούτε ότι το µακροπεριβάλλον είναι ασταθές. Αλλά και το γεγονός πως οι παρόντες βασικοί παίκτες της εκλογικής αγοράς δεν εχουν πειστική απάντηση στο πλέον βασικό ερώτηµα «γιατί να σε ψηφίσω;».
Ρευστότητα
Η δυσκολία αυτή που αντιµετωπίζουν αρκετά κόµµατα στο πολιτικό σκηνικό έχει οδηγήσει σε ύπαρξη κενών στην εκλογική αγορά που επιτείνουν τη ρευστότητα. Αυτό έχει οδηγήσει στην σηµερινή περίοδο όπου κυριαρχούν τα «υποκατάστατα προϊόντα». Ελλείψει δηλαδή του βασικού προϊόντος που θα ικανοποιήσει πλήρως τον καταναλωτή/ψηφοφόρο, ο τελευταίος συµβιβάζεται µε την (δηµοσκοπική για την ώρα) αγορά προϊόντων/κοµµάτων που τον ικανοποιούν µερικώς. Αυτό αφορά και το κυβερνών κόµµα, καθώς δεν είναι λίγοι όσοι το ψηφίζουν όχι επειδή πιστεύουν σε αυτό αλλά επειδή δε βρίσκουν άλλη κυβερνητική εναλλακτική, αλλά αφορά και την αντιπολίτευση. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου γιγαντώθηκε καθώς δεν υπάρχει κανένα ισχυρό «συστηµικό ανάχωµα» µεταξύ της κυβέρνησης και εκείνης ώστε να κατευθυνθεί προς τα εκεί η ψήφος δυσαρέσκειας. Εάν για παράδειγµα το ΠΑΣΟΚ είχε εκλέξει αρχηγό τον Χάρη Δούκα ή τον Πέτρο Γερουλάνο αντί του Νίκου Ανδρουλάκη τα δεδοµένα θα ήταν διαφορετικά. Κάτι παρόµοιο συµβαίνει και στην περιοχή εκ των δεξιών της ΝΔ όπου η Ελληνική Λύση στις ευρωεκλογές του 2024 διπλασίασε τα ποσοστά των εκλογών του 2023 και πλέον φαίνεται να τα τριπλασιάζει δηµοσκοπικά. Εκεί έχει τοποθετηθεί η κυρία Λατινοπούλου ώστε να λάβει την ψήφο δυσαρέσκειας από συστηµικούς ψηφοφόρους. Το εάν θα το πετύχει µένει να φανεί, αλλά αυτή τη στιγµή ο Κυριάκος Βελόπουλος δείχνει να κυριαρχεί στον χώρο. Η ιστορία της τραγωδίας των Τεµπών έχει κάνει τοµή στο πολιτικό σκηνικό ανάµεσα στο σύστηµα και το αντισύστηµα και όσο τα συστηµικά κόµµατα θα αδυνατούν να απορροφήσουν τη δυσαρέσεκεια τόσο θα γιγαντώνονται τα αντισυστηµικά.
Το κενό…
Το βασικότερο κενό που δηµιουργήθηκε το 2023 και εξακολουθεί να υπάρχει στην εκλογική αγορά είναι η ανυπαρξία κυβερνητικής εναλλατικής. Επειδή στην Ελλάδα έχουµε συνηθίσει στο δίπολο και µας αρέσει να στοιχιζόµαστε πίσω από έναν αρηγό, οι περισσότεροι θεωρούν πως η απάντηση µπορεί να έρθει µόνο µέσα από ένα πρόσωπο που θα ηγείται ενός κόµµατος που µπορεί να προσπεράσει τη Νέα Δηµοκρατία και να έρθει πρώτο στις επόµενες εκλογές µε υψηλά ποσοστά. Στην ερώτηση δηλαδή «µετά τον Μητσοτάκη ποιός;», προσπαθούν να δώσουν σε κάποιον χαρακτηριστικά διεκδικητή εξουσίας σε µάχη ένας εναντίον ενός. Όµως στο µεταβατικό στάδο που βρισκόµαστε αυτό, αν και είναι ένα ισχυρό σενάριο, δεν είναι δεδοµένο. Εάν πάµε σε τρίπολο ή τετράπολο ή ακόµα και εάν µείνουµε σε ένα εκλογικό σκηνικό τύπου Γερµανίας, τότε ενδεχοµένως να µη χρειάζεται να βρεθεί κάποιος που θα λάβει ποσοστά που οδηγούν σε αυτοδύναµη κυβέρνηση αλλά κάποιοι/ες που θα µαζέψουν ένα εκλογικό κοινό γύρω τους µε διακριτά χαρακτηριστικά, να δηµιουργηθούν δηλαδή βασικά προϊόντα στο πολιτικό σκηνικό ώστε οι καταλανωτές/ψηφοφόροι να αισθάνονται κοντά τους. Ένα τέτοιο ενδεχόµενο µας οδηγεί προφανώς σε κυβερνήσεις συνεργασίας.
Τις λεπτοµέρειες του νέου πολιτικού σκηνικού που θα διαµορφωθεί µετά από αυτή τη µεταβατική περίοδο κανείς δεν µπορεί να τις προβλέψει καθώς η κατάσταση είναι ρευστή και στο µίκροπεριβάλλον αλλά και στο µάκροπεριβάλλον των κοµµάτων. Τα δεδοµένα του σήµερα µπορεί να µην υπάρχουν αύριο και µε βάση το διαµορφωθέν πλαίσιο κάθε περιόδου πολιτικοί µε άλλου είδους χαρακτηριστικά να έχουν ζήτηση από τον κόσµο. Μέχρι να έχουµε σταθερότητα θα συνεχίσουµε να βλέπουµε παίκτες να ανεβάζουν τις µετοχές τους και έπειτα να πέφτουν ή και να µένουν εκτός πολιτικού παιχνιδιού, κόµµατα να δηµιουργούνται και να εξαφανίζονται. Όταν οι παίκτες κινούνται σε κινούµενη άµµο, κάθε κίνηση µπορεί να είναι καθοριστική.

* Αναλυτής εκλογικής συµπεριφοράς