Δευτέρα, 1 Δεκεμβρίου 2025

Ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό και τέλος αυτοδυναµίας

τι αξία έχουν τα ποσοστά των κοµµάτων όταν το 95% των πολιτών δηλώνει ότι εξαιτίας της οικονοµικής κατάστασης έχει περιορίσει κρέας, ψάρι, αυγό και άλλα τρόφιµα, ακόµα και τον γιατρό το 8%, καθώς και ότι µόλις το 12% των συµµετεχόντων δηλώνει ότι τα βγάζει πέρα;

 του Θανάση Λυρτσογιάννη

 

Πιστεύει κανείς πως το πολιτικό σκηνικό και οι συσχετισµοί θα παραµείνουν ως έχουν ως τις εκλογές; Ναι θα απαντήσουν όσοι κοιτάζουν τα ποσοστά των κοµµάτων στις δηµοσκοπήσεις, τα προσεγγίζουν και τα προβάλλουν µε τη λογική της απόστασης του πρώτου κόµµατος από το δεύτερο. Αισθάνονται ικανοποιηµένοι που η Νέα Δηµοκρατία έχει διψήφια διαφορά από το ΠΑΣΟΚ και η αντιπολίτευση στον χώρο της Κεντροαριστεράς παραµένει κατακερµατισµένη και αδύναµη να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στην κυβερνητική παράταξη.

Ωστόσο τι αξία έχουν τα ποσοστά των κοµµάτων όταν το 95% των πολιτών δηλώνει ότι εξαιτίας της οικονοµικής κατάστασης έχει περιορίσει κρέας, ψάρι, αυγό και άλλα τρόφιµα, ακόµα και τον γιατρό το 8%, καθώς και ότι µόλις το 12% των συµµετεχόντων δηλώνει ότι τα βγάζει πέρα; Δηλαδή το 88% αντιµετωπίζει πολύ σοβαρές ως µικρότερες δυσκολίες στην καθηµερινότητά του.

Επίσης, πόση αξία έχουν τα ποσοστά των κοµµάτων όταν πάνω από το 60% των πολιτών ζητά αλλαγή, το 70% δεν πρόκειται να ψηφίσει τη Νέα Δηµοκρατίας και το 68% βλέπει θετικά την εµφάνιση νέων κοµµάτων και πάνω από 60% θεωρούν την ακρίβεια ως το µεγαλύτερο πρόβληµα, για το οποίο η κυβέρνηση αρνείται πεισµατικά να πάρει τα µέτρα που ζητούν οι πολίτες.

Κινούµενη άµµος

Είναι πολλά τα ευρήµατα που οδηγούν στην εκτίµηση ότι το πολιτικό πεδίο βρίσκεται σε κινούµενη άµµο και αναµένονται εξελίξεις, αφού το επόµενο χρονικό διάστηµα θα πάει στη Βουλή δεύτερη δικογραφία για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ (να θυµίσουµε ότι µε την πρώτη η Νέα Δηµοκρατία βρέθηκε στο χαµηλότερο δηµοσκοπικό σηµείο). Αν δε, οι πληροφορίες που έχουν κυκλοφορήσει αποδειχθούν ακριβείς, τότε το χτύπηµα θα είναι ισχυρότερο στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

Αν στο προηγούµενο σύστηµα εξισώσεων προσθέσουµε τη δηµιουργία ενός, δύο ή τριών κοµµάτων αντιλαµβάνεται κανείς, όλα όσα ως τώρα θεωρούνται σταθερά και αδιατάρακτα θα αλλάξουν και µάλιστα οι αλλαγές θα είναι δραστικές µε πιο σηµαντική την προεκλογική ή τη µετεκλογική συνεργασία µεταξύ δύο και πιθανότατα τριών κοµµάτων για το σχηµατισµό κυβέρνησης.

Οι µονοκοµµατικές κυβερνήσεις θα καταχωνιαστούν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όσο κι αν κάποιοι αιθεροβάµονες προσβλέπουν σε αυτοδυναµία.

Πάµε στο άγνωστο µε βάρκα την ελπίδα. Θα µπορούσε να είναι ο τίτλος του επενδυτικού προγράµµατος της κυβέρνησης, αν βεβαίως υπήρχε πρόγραµµα. Επειδή, όµως, δεν υπάρχει θα του δώσουµε τον τίτλο αυτή την τετραετία αυτοσχεδιάζουµε.

Χωρίς πρόγραµµα

Σε ποιον θα το έλεγες πως υπάρχει χώρα στις µέρες µας που δεν έχει εκπονήσει ένα σχέδιο τατραετίας ή πενταετίας για την πορεία της οικονοµίας, ένα επενδυτικό πρόγραµµα µε στόχους που θα υλοποιούνται µε πολιτικές και εργαλεία και θα σε πίστευε. Κανένας.

Ποιος θα περίµενε πως ένας πρωθυπουργός, που επαίρεται πως είναι πολιτικός και τεχνοκράτης, πως δεν κάνει το στοιχειώδες που σχεδιάζει κάθε τεχνοκράτης επικεφαλής µιας εταιρείας; Κανένας.

Κι όµως, τούτη η χώρα που έχει την εύνοια της ειµαρµένης να διαθέτει πρωθυπουργό που είναι πολιτικός και τεχνοκράτης (δηλαδή σαν να λέµε δύο στη συσκευασία του ενός) και όχι έναν κλασικό επαγγελµατία πολιτικό, πορεύεται χωρίς πυξίδα, χωρίς πρόγραµµα ιδίως για επενδύσεις οι οποίες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την επιτυχία στην οικονοµία και την ευηµερία του λαού.

Πάντως, αφήγηµα διαθέτουν και επαίρονται ότι πετυχαίνουν υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης, αν βεβαίως θεωρήσουµε το 2,2% και το 2,4% υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθµούς. Και τίθεται συνεπώς το βασανιστικό και κρίσιµο ερώτηµα αν αυτοί οι ρυθµοί ανάπτυξης είναι αποτέλεσµα και επιτυχία της κυβερνητικής πολιτικής.

Ασφαλώς, θα απαντήσει για παράδειγµα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Είναι, όµως έτσι; Πέτυχαν οι κυβερνητικές πολιτικές; Μία πιο προσεκτική µατιά θα µας αποκαλύψει την αλήθεια και πως το αφήγηµα των υψηλών ρυθµών ανάπτυξης οφείλεται στο Ταµείο Ανάκαµψης κυρίως, αλλά και στις κατασκευές και όχι στον πρωτογενή ή τον δευτερογενή τοµέα της οικονοµίας.

Η απόδειξη προέρχεται από την ίδια την κυβέρνηση. Στον Πολυετή Δηµοσιονοµικό Προγραµµατισµό που παρουσιάστηκε στο υπουργικό συµβούλιο, προβλέπεται ότι µετά τη λήξη του Ταµείου Ανάκαµψης, η ανάπτυξη «πέφτει» στο 1,7%, το 2027, στο 1,6%, το 2028 και στο 1,3%, το 2029, κάτι που φαίνεται να συνδέεται µε το ότι το 2026, θα τελειώσουν οι πόροι του Ταµείου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας. Δηλαδή τελειώνουν τα καύσιµα από το εξωτερικό, και η ανάπτυξη φρενάρει απότοµα.

Συνάντηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με την Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Roberta Metsola, στο Μέγαρο Μαξίμου. Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025. (ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ / EUROKINISSI)

Επενδύσεις

Ακόµα πιο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για την πορεία των επενδύσεων οι οποίες θα «πέσουν» από το 4,1%, το 2027, µόλις στο 0,9%, το 2028 και στο 0,8%, το 2029. Αν, όµως υπήρχε ένα πρόγραµµα για επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τοµέα δεν θα παρατηρούσαµε αυτή την καταβαράθρωση.

Και για όποιον αµφιβάλλει για την κακή και προβληµατική πορεία των επενδύσεων δεν έχει παρά να κάνει µία σύγκριση µε την Ευρωπαϊκή Ενωση. Θα διαπιστώσει πως χώρα µας, µε 16% ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ, βρίσκεται στην προτελευταία θέση µεταξύ των χωρών της ΕΕ όπου ο µέσος όρος είναι 21,2%, που αποτελεί µία µοµφή για τον πολιτικό και τεχνοκράτη πρωθυπουργό.

Αν θελήσουµε να κοιτάξουµε πιο βαθιά, αναζητώντας την ποιότητα των επενδύσεων θα διαπιστώσουµε πως από τα 3,5 περίπου δισ. ευρώ πραγµατικής αύξησης των επενδύσεων στη διετία 2023-24, σχεδόν τα 3 δισ. (87%) οφείλονται στις κατασκευές και ουδόλως στη βιοµηχανία για παράδειγµα που θα παρήγαγε συνεχώς πλούτο.

Εκτός αυτού ο κανόνας είναι η αστοχία στις κυβερνητικές προβλέψεις για την αύξηση των επενδύσεων, όπως καταγράφονται στους κρατικούς προϋπολογισµούς. Αν συγκρίνουµε µε τα πραγµατικά στοιχεία εστιάζοντας στην περίοδο µετά την πανδηµία, θα δούµε ότι για το 2023 η πρόβλεψη του προϋπολογισµού ήταν αύξηση κατά 15,5% αλλά τελικά η πραγµατική αύξηση ήταν µόνο 6,6%.

Αυτό δεν έκαµψε την αισιοδοξία του επόµενου προϋπολογισµού που προέβλεπε αύξηση των επενδύσεων 15,1% το 2024. Τελικά η αύξηση ήταν µόλις 4,5%.

Για το 2025, η πρόβλεψη του περσινού προϋπολογισµού ήταν κάπως συντηρητικότερη, στο 8,4%. Παρότι δεν υπάρχουν ακόµα στοιχεία, φαίνεται πως και πάλι θα πέσει έξω αφού ο φετινός προϋπολογισµός την έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω στο, 5,7%.

Συµπέρασµα. Ο πολιτικός και τεχνοκράτης είναι ικανότατος στα επικοινωνιακά αφηγήµατα και αποτυγχάνει στην πραγµατική οικονοµία.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή