Βεβαιότητες δύσκολα υπάρχουν αυτή την περίοδο στη διεθνή σκηνή και το γεωπολιτικό περιβάλλον, µε τις ραγδαίες ανατροπές και ανακατατάξεις που συντελούνται.
Στην «ευαίσθητη» περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αλλά και στην «Εγγύς Ανατολή», η ρευστότητα από τις ανακατατάξεις είναι µεγάλη και οι εντάσεις που υπάρχουν ή «υπολανθάνουν», ανησυχούν και προβληµατίζουν.
Ο Τόµας Μπάρακ, ο νέος Αµερικανός Πρέσβης στην Τουρκία που φαίνεται ότι έχει µια αίσθηση των ιστορικών και γεωπολιτικών δεδοµένων της περιοχής, µόλις πρόσφατα επεσήµανε σε τηλεοπτική συνέντευξή του πως «ζούµε σε µια πολύ δύσκολη περιοχή» και αφού ανέφερε µε έµφαση και κατά σειρά «Ελλάδα, Κύπρο, Ιράν, Ρωσία, Ουκρανία, Αρµενία, Αζερµπαϊτζάν, Αίγυπτο, Χώρες του Κόλπου, Κίνα», αναφέρθηκε στην Τουρκία και τον ρόλο της σηµειώνοντας πως η Τουρκία πορεύεται µέσα σε όλα αυτά µε επιτυχία που εκπλήσσει.
Το ερώτηµα βέβαια είναι το πώς και µε ποιους πορεύεται η Ελλάδα, σε µια περιοχή µε µεγάλη ρευστότητα και εντάσεις.
Η Αθήνα, τα τελευταία χρόνια επί Κυβερνήσεων Κυριάκου Μητσοτάκη, προσπάθησε να ισορροπήσει και να πορευτεί, στη βάση σηµαντικών και υπαρκτών προβληµάτων που υπήρχαν στις σχέσεις της Τουρκίας µε τις ΗΠΑ (κυρίως επί διακυβέρνησης Μπάιντεν), αλλά και µε την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πολλά όµως από αυτά τα δεδοµένα ή τις βεβαιότητες στις οποίες στηρίχθηκε η ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια, ή ατόνησαν αισθητά, ή δεν υπάρχουν πλέον, καθώς οι αλλαγές ήταν ραγδαίες.
Με µια σειρά στοχευµένες και µεθοδικές κινήσεις η Τουρκία εκµεταλλευόµενη και την ισχύ της και τη σηµαντική γεωπολιτική της θέση, άρχισε να αλλάζει τα δυσµενή γι’ αυτή δεδοµένα και να αποκαθιστά τις «αβαρίες» της και να εκµεταλλεύεται για τα δικά της συµφέροντα και τη ρευστότητα και τις εντάσεις στην περιοχή. Πρακτικά απέκτησε ένα σηµαντικό και ηγεµονικό ρόλο στην περιοχή. Με την προβολή της ισχύος της σε µια σειρά από τοµείς (στρατιωτικό, πληθυσµιακό, οικονοµικό, πολιτικό διπλωµατικό), κατάφερε να έχει ρόλο και λόγο και µάλιστα επικυρίαρχο για ό,τι γίνεται στην περιοχή. Στη Συρία η Άγκυρα εµφανίζεται ως σταθεροποιητική δύναµη και ως «εγγυητής» των εξελίξεων. Στη Λιβύη ανατρέπει τα δεδοµένα και εκτός από τη διεθνώς αναγνωρισµένη Κυβέρνηση Ντεϊµπά, κατάφερε να προσεγγίσει και να καλλιεργήσει σχέσεις και µε τον Στρατηγό Χαφτάρ και το Κοινοβούλιο της Βεγγάζης και από εχθροί πλέον είναι «φίλοι µε κατανόηση» και η Βεγγάζη δείχνει πλέον έτοιµη να νοµιµοποιήσει και να κυρώσει το κατά τα άλλα «παράτυπο και παράνοµο» Τουρκολιβυκό Μνηµόνιο.
Και αυτά είναι κάποιες παράµετροι της Τουρκικής «ευελιξίας». Είναι πλέον και µε τις ευλογίες της Διεθνούς Κοινότητας ένας από τους πλέον αξιόπιστους και αποτελεσµατικούς µεσολαβητές στον πόλεµο της Ουκρανίας, καθώς σε όλη τη διάρκεια της κρίσης διατήρησε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και καλές σχέσεις και µε την Ρωσία και µε την Ουκρανία.
Η Τουρκία του «αποµονωµένου Ερντογάν» πήγε ακόµα ένα βήµα πιο µακριά καθώς πέτυχε τη συµµετοχή της στα γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράµµατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά τις αντιρρήσεις της Ελλάδας που είναι µέλος της Ε.Ε, της Ευρωζώνης αλλά και τις ενστάσεις της Κύπρου που ένα µέρος του νησιού τελεί ακόµα υπό σκληρή τουρκική κατοχή.
Οι ΗΠΑ του κ. Τραµπ, δεν προσεγγίζουν µόνο πάλι την Τουρκία, αλλά αµβλύνουν τους όρους και προετοιµάζονται συστηµατικά για «ολική επαναφορά» της Τουρκίας στην συµπαραγωγή των F-35, όσο για την προµήθεια τω F-16, φαίνεται πως και εδώ «µπήκε το νερό στο αυλάκι», µε κάποιες διαµαρτυρίες γερουσιαστών και τους «αστερίσκους» που προσπάθησε να βάλει η Αθήνα, απλά να έχουν ένα διακοσµητικό ρόλο.
Οι ανακατατάξεις και οι ανατροπές στην ευρύτερη περιοχή µε την ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας, λογικά πρέπει να ωθήσουν την Ελληνική Κυβέρνηση, να προχωρήσει σε ριζικούς αναπροσανατολισµούς της εξωτερικής πολιτικής, προκειµένου η Ελλάδα να έχει κάποιο ρόλο και λόγο στις εξελίξεις, ως χώρα µέλος της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, αλλά και λόγω της γεωστρατηγικής θέσης της και των διαχρονικών επιλογών της.