Της Μαριαλένας Χαραλαµποπούλου
H µπύρα είναι το αρχαιότερο ποτό του κόσµου, µετά το νερό.
Οι Σουµέριοι (3000-2800 π.Χ.) ήταν εκείνοι που ανακάλυψαν την µπύρα, µετά από µια τυχαία ζύµωση βρεγµένου κριθαριού.
Οι πρώτοι ζυθοποιοί ήταν γυναίκες, πιθανότατα ιέρειες της Νινκάσι και η µπύρα παρασκευαζόταν στο σπίτι, ως συµπλήρωµα για τα γεύµατα.
Η µπύρα τότε, ήταν ένα παχύρρευστο ποτό, σαν χυλός, που παρασκευαζόταν από κριθαρένιο ψωµί το οποίο είχε ψηθεί δύο φορές και είχε υποστεί ζύµωση σε έναν κάδο. Το κατανάλωναν χρησιµοποιώντας ένα αχυρένιο καλάµι.

Οι Βαβυλώνιοι τήρησαν την παράδοση των Σουµερίων και στον περίφηµο κώδικα του Χαµουραµπί, η µπύρα παρουσιάζεται σαν µια µετάβαση από την βαρβαρότητα στον πολιτισµό, καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να καταναλώνουν κατεργασµένες τροφές, όπως το ψωµί και την µπύρα.
Η µπύρα έγινε δηµοφιλής, όχι µόνο λόγω της γεύσης και της επίδρασης που είχε στην διάθεση, αλλά και επειδή ήταν πιο ασφαλές να καταναλώνουν µπύρα από το νερό της περιοχής το οποίο ήταν µολυσµένο.

Η µπύρα ταξιδεύει στον κόσµο
Μέσω του εµπορίου η µπύρα έφτασε στην Αίγυπτο, όπου οι άνθρωποι την υποδέχτηκαν µε ενθουσιασµό. Οι Αιγύπτιοι αγάπησαν την µπύρα όπως και οι κάτοικοι της Μεσοποταµίας και ζυθοποιίες ξεφύτρωσαν σε ολόκληρη την Αίγυπτο. Σε µπύρα πληρώθηκαν και οι χτίστες των πυραµίδων της Αιγύπτου! Τρία καρβέλια ψωµί και δύο κανάτες µπύρα ήταν το επίσηµο µεροκάµατό τους!
Από την Αίγυπτο, η µπύρα ταξίδεψε στην Ελλάδα (αρχαία ελληνική «ζύθος» από το ρήµα «ζέω» που σηµαίνει βράζω). Οι Έλληνες, θεωρούσαν την µπύρα «κατώτερο» ποτό και προτιµούσαν το κρασί.
Οι Ρωµαίοι, χαρακτήριζαν το κρασί αµβροσία ενώ την µπύρα «βάρβαρο» ποτό και γι’ αυτό παραγόταν σε περιοχές έξω από την Ρωµαϊκή αυτοκρατορία, όπου ήταν δύσκολο να γίνει το κρασί.
Το ποτό που σήµερα θεωρούµε «µπύρα» αναπτύχθηκε στην Γερµανία.
Οι Γερµανοί πα-ράγουν µπύρα από το 800 µ.Χ. και οι πρώιµες µέθοδοι τους είναι όµοιες µε εκείνες των αρχαίων Σουµερίων όσον αφορά την καθαρότητα του παρασκευάσµατος µε µια σηµαντική διαφορά, την προσθήκη λυκίσκου.
Μέχρι τον Μεσαίωνα, η παραγωγή περιοριζόταν µέσα στα σπίτια, ή ακόµα και σε µικρές µονάδες για επιτόπια κατανάλωση (ταβέρνες, χάνια κ.λπ.) και παρέµενε γυναικεία υπόθεση.
Μάλιστα, µια γυναίκα που έφτιαχνε καλή µπύρα γινόταν περιζήτητη νύφη, κερδίζοντας τον σεβασµό των αντρών!
Η παράδοση συνεχίστηκε και µετά την επικράτηση του χριστιανισµού, όταν οι µοναχοί ανέλαβαν την τέχνη της ζυθοποιίας και πουλούσαν µπύρα από τα µοναστήρια τους (1η χιλιετία µ.Χ.).
Ο λόγος που οι µοναχοί ασχολήθηκαν µε αυτό το θέµα, ήταν ότι η µπύρα επιτρεπόταν κατά την διάρκεια της νηστείας και έτσι µπορούσαν να συνοδεύουν τα γεύµατά τους µε ένα γευστικό και θρεπτικό ποτό.
Με την πάροδο των ετών, η µπύρα σταδιακά έπαψε να παράγεται οικιακά και µετατράπηκε σε εµπορεύσιµο είδος, αποτελώντας παράλληλα σηµαντική πηγή εσόδων για τους άρχοντες.

Ο «Νόµος περί Καθαρότητας»
Η αναγωγή της µπύρας σε εµπορεύσιµο προϊόν, είχε ως αποτέλεσµα και την θέσπιση αυστηρότερης νοµοθεσίας ώστε να είναι εγγυηµένη η ποιότητα της παραγόµενης µπύρας.
Το 1516, ο Βαυαρός δούκας Γουλιέλµος Δ’ εξέδωσε τον «Νόµο περί Καθαρότητας» (γερµ. Reinheitsgebot), ίσως τον παλαιότερο διατροφικό κανονισµό, που οι Γερµανοί ζυθοπαραγωγοί τηρούν µε θρησκευτική ευλάβεια µέχρι και σήµερα.

Σύµφωνα µε αυτόν, στην γερµανική ζυθοποιία επιτρέπεται να χρησιµοποιούνται µόνο καθαρό νερό, κριθάρι, λυκίσκος και αργότερα προστέθηκε και η µαγιά, η οποία δεν αναφερόταν στον αρχικό νόµο, καθώς εκείνη την εποχή δεν είχε ανακαλυφθεί.
Ο λόγος για την δηµιουργία αυτού του νόµου ήταν για την προστασία των καταναλωτών από µπύρα κακής ποιότητας και από πιθανές δηλητηριάσεις.
Επίσης, ο νόµος αποσκοπούσε στην απαγόρευση της χρήσης σιταριού για την παρασκευή µπύρας, καθώς θα µπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την παραγωγή ψωµιού, το οποίο ήταν βασικό τρόφιµο της µεσαιωνικής Γερµανίας.

Μετάβαση στη σύγχρονη εποχή
Η βιοµηχανική επανάσταση επέφερε και την µαζική παραγωγή της µπύρας, που είχε γίνει το αγαπηµένο ποτό των λαϊκών στρωµάτων αλλά και των γιατρών της εποχής, καθώς οι αντισηπτικές ιδιότητες που της προσέδιδαν οι 4-5 βαθµοί αλκοόλ, την καθιστούσαν πολλές φορές ασφαλέστερο ποτό από το νερό, δεδοµένου ότι στις βιοµηχανικές περιοχές ο υδροφόρος ορίζοντας µολυνόταν από τα ακατέργαστα λύµατα των εργοστασίων.
Στα µέσα του 19ου αιώνα στην Γαλλία, ο χηµικός Λουί Παστέρ κατάφερε να αποµονώσει τα βακτήρια, που προκαλούσαν ανεπιθύµητες παρενέργειες κατά την διάρκεια της ζύµωσης. Στην προσπάθειά του να βελτιώσει την παραγωγή της µπύρας, εφηύρε µια πρωτοποριακή µέθοδο, κατά την οποία οι παθογόνοι µικροοργανισµοί εξολοθρεύονταν µε θέρµανση. Πρόκειται για την γνωστή «µέθοδο της παστερίωσης», που άνοιξε νέα σελίδα στην παραγωγή και την συντήρηση των τροφίµων.
Τον ίδιο αιώνα ξεκίνησε και η εµπορία εµφιαλωµένης µπύρας.
Σήµερα, η βιοµηχανία ζύθου έχει µεγάλη ανάπτυξη περιλαµβάνοντας µεγάλες πολυεθνικές εταιρείες αλλά και χιλιάδες µικρούς παραγωγούς, από µπαρ µέχρι τοπικές ζυθοποιίες. Οι εξελίξεις στην παραγωγή πρώτων υλών, στην βυνοποίηση, στην ζυθοποίηση, στην ψύξη, στις µεταφορές, στο µάρκετινγκ και στο εµπόριο έχουν οδηγήσει στην διαµόρφωση µιας πολυεθνικής αγοράς, όπου ο καταναλωτής έχει εκατοντάδες επιλογές ανάµεσα από διάφορους τύπους µπυρών τοπικών, εγχωρίων και εισαγόµενων.

Η παραγωγή της µπύρας
Το “Oxford Companion to Beer” κατατάσσει την µπύρα ως το τρίτο πιο δηµοφιλές ποτό παγκοσµίως, µετά το νερό και το τσάι.
Σύµφωνα µε στοιχεία του 2025, η Κίνα είναι στην πρώτη θέση σε παραγωγή µπύρας (lager), στην δεύτερη θέση είναι οι ΗΠΑ, στην τρίτη η Βραζιλία, στην τέταρτη η Γερµανία και στην πέµπτη θέση το Μεξικό.
Για την παραγωγή της µπύρας είναι απαραίτητα τέσσερα βασικά συστατικά.
- Νερό: Αποτελεί περίπου το 95% της σύνθεσης της µπίρας και κατά συνέπεια επηρεάζει την ποιότητά της. Η σύσταση του νερού διαφέρει σε κάθε γεωγραφική περιοχή, κάνοντας έτσι το νερό κάθε χώρας ή περιοχής καταλληλότερο για παραγωγή συγκεκριµένων τύπων µπίρας.
- Βύνη: Η βύνη είναι κόκκος δηµητριακών που έχει βλαστήσει και αποξηρανθεί µε µια διαδικασία γνωστή ως «βυνοποίηση». Ο κόκκος αναγκάζεται να βλαστήσει µε µούλιασµα σε νερό και στην συνέχεια η βλάστηση διακόπτεται, µε ξήρανση σε ζεστό αέρα. Η πιο διαδεδοµένη βύνη στην ζυθοποίηση είναι από κριθάρι αλλά µπορεί να χρησιµοποιηθεί και βύνη από άλλα δηµητριακά. Η βύνη παρέχει τα απαραίτητα ζυµώσιµα σάκχαρα για την παραγωγή αλκοόλ και ταυτοχρόνως καθορίζει σε µεγάλο βαθµό την γεύση και το χρώµα της µπύρας.
- Λυκίσκος: Ο λυκίσκος είναι αναρριχητικό φυτό, καλλιεργείται σε ψυχρά κλίµατα και το άνθος του χρησιµοποιείται στην ζυθοποίηση για να δώσει πικράδα, γεύση και άρωµα στην µπίρα αλλά και ως φυσικό συντηρητικό, χάρη στις αντιβιοτικές του ιδιότητες.
- Μαγιά: Είναι ο µικροοργανισµός που ευθύνεται για την αλκοολική ζύµωση της µπύρας. Καταναλώνει τα σάκχαρα του γλεύκους και παράγει αλκοόλ και διοξείδιο του άνθρακα, µετατρέποντας έτσι το γλεύκος σε µπύρα. Οι δύο κυριότερες κατηγορίες µαγιάς είναι οι αφροζύµωτες (ale), που ζυµώνουν στην επιφάνεια του γλεύκους σε θερµοκρασίες 18-23°C και οι βυθοζύµωτες (lager), που ζυµώνουν στον πάτο του γλεύκους σε θερµοκρασίες 6-12°C. Ο τύπος µαγιάς και η θερµοκρασία ζύµωσης καθορίζουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, την κατηγορία της µπύρας που θα παραχθεί (ale ή lager).
- Όσον αφορά στο αλκοόλ,οι περισσότερες µπύρες του εµπορίου περιέχουν 3 – 6 % περιεκτικότητα σε αλκοόλ αλλά υπάρχουν πλέον και προϊόντα χωρίς αλκοόλ.
Θρεπτική αξία
Η µπύρα αποτελείται από υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, βιταµίνες, ιχνοστοιχεία και αντιοξειδωτικά στοιχεία.
Μία µπύρα των 350 ml µπορεί να καλύψει το 10% των ηµερήσιων αναγκών σε φυτικές ίνες. Η κυριότερη µορφή φυτικών ινών της µπύρας είναι τα πρεβιοτικά στοιχεία και η β-γλυκάνη από το κριθάρι.
Επίσης, περιέχει βιταµίνες του συµπλέγµατος Β όπως θειαµίνη (Β1), ριβοφλαβίνη (Β2), νιασίνη (Β3), παντοθενικό οξύ (Β6), φυλλικό οξύ (Β9) και Β12 και ανόργανα στοιχεία, όπως ασβέστιο, κάλιο, νάτριο, φώσφορο, µαγνήσιο, µαγγάνιο και χαλκό.
Πόση µπύρα µπορούµε να καταναλώνουµε;
Ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας (ΠΟΥ) έχει ορίσει την ήπια κατανάλωση µπύρας (1 ποτήρι για τις γυναίκες και 2 για τους άντρες, ηµερησίως) ως ευεργετική για την υγεία.
Έρευνες υποστηρίζουν πως η ήπια κατανάλωση αλκοόλης µπύρας καθηµερινά, µπορεί να έχει ευεργετικές επιδράσεις ως προς την λειτουργία της καρδιάς και των αγγείων, την ευαισθησία στην ινσουλίνη, την υγεία των οστών, την λάµψη και την υγεία των µαλλιών και του δέρµατος, καθώς επίσης και την µείωση του σωµατικού βάρους.
Όταν καταναλώνουµε µπύρα και γενικώς αλκοολούχα ποτά, χρειάζεται να πίνουµε αρκετό νερό, για να αποφύγουµε την αφυδάτωση.
Η µπύρα είναι µέρος της Μεσογειακής πυραµίδας, όπως και το κρασί, καθώς ανήκει στα ωφέλιµα αλκοολούχα ποτά και µπορούµε να απολαµβάνουµε τα οφέλη της, όταν την συνοδεύουµε µε ένα ελαφρύ γεύµα.
Μπύρα ή µπίρα, ξανθιά, µελαχρινή ή κοκκινοµάλλα, lager, ale, porter ή stout, η µπύρα δροσίζει τα καλοκαίρια µας και δίνει το έναυσµα για πολλά «γεια µας»! Συνοδευόµενη απαραιτήτως από το ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ!

Βιβλιογραφία:
- Nelson, M. (2005). The Barbarian’s Beverage: A History of Beer in Ancient Europe.Routledge.
- Η ιστορία της µπίρας. Ελληνική Ένωση Ζυθοποιών. [ellinikienosizithopoion.gr]