Από την αρχή ως το τέλος της ζωής ενός ανθρώπου, η τροφή είναι ο σταθερότερος σύντροφος του.
Στην Αρχαία Ελλάδα, η έννοια της «δίαιτας» εµφανίζεται ως µια ολιστική προσέγγιση της σωµατικής και ψυχικής υγείας.
Η ανάπτυξη της Διαιτητικής, ως βασικού κλάδου της Ιατρικής, οφείλεται στον Ιπποκράτη, ο οποίος υποστήριζε ότι η τροφή µπορούσε να είναι τόσο ευεργετική όσο και επιζήµια στον ανθρώπινο οργανισµό, δηλαδή «η τροφή µας µπορεί να είναι το φάρµακο ή το φαρµάκι µας».
Με τον όρο «δίαιτα», οι Έλληνες εννοούσαν τον συνολικό τρόπο διαβίωσης, που συµπεριελάµβανε την διατροφή, την ξεκούραση, την σωµατική δραστηριότητα, τα λουτρά, τις ερωτικές συνευρέσεις και τον ύπνο.
Οι δύο πιο ξακουστοί ιατροί της αρχαιότητας, ο Ιπποκράτης και ο Γαληνός, αντιµετώπιζαν τις ασθένειες, πρώτα µε την κατάλληλη διατροφή και στην συνέχεια µε φάρµακα ή επεµβάσεις.
Μελετούσαν τον ρόλο του φαγητού στην πρόληψη και στην θεραπεία διαφόρων παθήσεων, δίνοντας έµφαση, όχι µόνο στο είδος της τροφής που καταναλωνόταν αλλά και στον τρόπο µαγειρέµατος.
Πώς όµως φτάσαµε, από τα έργα του Ιπποκράτη «Περί Διαίτης» να θεωρούµε σήµερα, την έννοια της «δίαιτας» σαν ένα περιοριστικό πρόγραµµα διατροφής µε απώτερο στόχο την απώλεια βάρους;

Η «κουλτούρα της δίαιτας»
Τι είναι λοιπόν η «κουλτούρα της δίαιτας» και πώς επηρεάζει την ζωή µας;
Σύµφωνα µε έρευνα του Forbes, σχετικά µε τους στόχους που θέτουµε για το νέο έτος, το 48% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι ήθελαν να βελτιώσουν την φυσική τους κατάσταση, το 34% ήθελαν να χάσουν βάρος και το 32% ήθελαν να βελτιώσουν την διατροφή τους.
Οι στόχοι που αφορούσαν την εµφάνιση και την υγεία υπερίσχυσαν άλλων στόχων, όπως το να περνούν χρόνο µε τα αγαπηµένα τους πρόσωπα (25%), να βελτιώσουν την ισορροπία µεταξύ επαγγελµατικής και προσωπικής ζωής (7%) και να διαλογίζονται πιο τακτικά (5%).
Ο όρος «διατροφική κουλτούρα» αναφέρεται σε ένα σύνολο κοινωνικών πεποιθήσεων, συµπεριφορών και τάσεων, που θέτουν την απώλεια βάρους στο επίκεντρο της υγείας και της ευηµερίας και ορίζουν το χαµηλό σωµατικό βάρος ως ένδειξη οµορφιάς και επιτυχίας.
Η κουλτούρα της διατροφής µάς λέει, ότι το να είµαστε αδύνατοι είναι ο απώτερος στόχος και οτιδήποτε κάνουµε για να το πετύχουµε, είναι σωστό.
Ορισµένοι µάλιστα, το ορίζουν ως το σύστηµα πεποιθήσεων που λατρεύει το αδύνατο σώµα και εξισώνει την υγεία µε την ηθική αρετή.
Αυτή η κουλτούρα είναι βαθιά ριζωµένη στην σύγχρονη ζωή, επηρεάζοντας τα πάντα, από τον τρόπο µε τον οποίο παρουσιάζονται τα σώµατα στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, µέχρι τις κοινωνικές προσδοκίες και την πίεση που ασκείται από τους φίλους, την οικογένεια και τους επαγγελµατίες υγείας.

Η πρώτη σύγχρονη δίαιτα
Η παχυσαρκία αναγνωρίζεται για πρώτη φορά ως ιατρικό πρόβληµα µε κοινωνικές και ταξικές προεκτάσεις, τον 18ο αιώνα στην Μεγάλη Βρετανία.
Τα παραπανίσια κιλά ήταν γνώρισµα των νεόπλουτων ανδρών, οι οποίοι -µην έχοντας µεγαλώσει σε περιβάλλον αφθονίας- ήταν επιρρεπείς στην λαιµαργία και στην υπερκατανάλωση φαγητού.
Η βιοµηχανική επανάσταση και η αστικοποίηση οδήγησαν όλο και περισσότερους άντρες να εγκαταλείψουν τις γεωργικές εργασίες, για να εργαστούν σε γραφεία και εργοστάσια, µε αποτέλεσµα να πάρουν παραπανίσια κιλά, εξαιτίας της καθιστικής ζωής.
Ποιος σκέφτηκε λοιπόν, να «κόψει» τους υδατάνθρακες για να αδυνατίσει και γιατί η σκέψη αυτή επηρεάζει την κοινωνία µας, 160 χρόνια µετά, σε τέτοιο βαθµό;
Ένας Άγγλος, ονόµατι Γουίλιαµ Μπάντινγκ (William Banting), στις αρχές του 1860, µετά από πολλές αποτυχηµένες προσπάθειες απώλειας βάρους, καθώς ήταν παχύσαρκος, ακολούθησε µία νέα διατροφή.
Την συγκεκριµένη διατροφή την πρότεινε ένας πρωτοπόρος ιατρός – χειρουργός, ο Δρ Χάρβεϊ, ο οποίος του συνέστησε να µείνει µακριά από πατάτες, ψωµί, ζάχαρη, γάλα, βούτυρο και µπύρα.
Τα αποτελέσµατα αυτής της διατροφής ήταν εκπληκτικά!
Ο Μπάντινγκ αποφασίζει λοιπόν, να γράψει ένα βιβλίο για αυτή του την επιτυχία, µε τίτλο «Επιστολή σχετικά µε την Παχυσαρκία Απευθυνόµενη στο Ευρύ Κοινό» (Letter on Corpulence Addressed to the Public), το οποίο γίνεται δηµοφιλές καθώς ήταν πραγµατικά επαναστατικό για την εποχή.
Η διατροφή αυτή απευθυνόταν κυρίως σε άνδρες και παρόλο που τα πρότυπα οµορφιάς εκείνης της εποχής, δεν απαιτούσαν από τις γυναίκες να είναι ιδιαίτερα αδύνατες, πολλές γυναίκες επιθυµούσαν να δοκιµάσουν την δίαιτα του Μπάντινγκ.
Η δίαιτα, για τις γυναίκες του 19ου αιώνα, ήταν ένα µέσο αντίδρασης, µια ανάγκη για να αποκτήσουν τον έλεγχο του σώµατός τους και µια απόδειξη ότι µπορούν κι αυτές να επιβληθούν στις επιθυµίες τους, όπως και οι άντρες.

H «βιοµηχανία του αδυνατίσµατος»
Έτσι, φτάνουµε στον 20ό αιώνα και στην γέννηση της «βιοµηχανίας του αδυνατίσµατος».
Η δίαιτα, που µέχρι τότε στόχευε στην καλή υγεία και απευθυνόταν στους άνδρες, αρχίζει να «εµφυτεύεται» στο µυαλό του γυναικείου πληθυσµού.
Στην «εξύµνηση της Λεπτότητας» συνέβαλαν παράγοντες όπως, η εφεύρεση της ζυγαριάς µπάνιου και η έκδοση του πρώτου βιβλίου δίαιτας για γυναίκες (1918) µε τίτλο «Diet & Health: With Key to the Calories», από την Αµερικανίδα ιατρό Δρ Λούλου Χαντ Πίτερς.
Στο βιβλίο, αναφερόταν για πρώτη φορά η έννοια της καταµέτρησης θερµίδων, η οποία είχε προέλθει από την µέθοδο της κατανοµής τροφίµων, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου και προειδοποιούσε τις γυναίκες να µην καταναλώνουν πάνω από 1200 θερµίδες την ηµέρα.
Η Δρ Πίτερς µάλιστα, έγραφε ότι «Εν καιρώ πολέµου, είναι έγκληµα να συσσωρεύεις τρόφιµα. Ωστόσο, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άτοµα σε όλη την Αµερική που αποθηκεύουν τρόφιµα… στο σώµα τους» και χαρακτήριζε τους εύσωµους ανθρώπους ως αντιπατριώτες!
Η αντίληψη αυτή, συνέδεε το βάρος µε συµπεριφορές και αξίες, όπως ακριβώς συνέβαινε µε την φυλή, το φύλο και την τάξη.
Το «αδυνάτισµα» συµβόλιζε την απελευθέρωση και την πειθαρχία, ενώ το «λίπος» ήταν ένδειξη ανεπαρκούς θέλησης!
Την δεκαετία του 1920, οι καµπύλες, το αρχέγονο σύµβολο της γονιµότητας, δεν είναι πλέον στην µόδα και η θηλυκότητα επαναπροσδιορίζεται.
Τα νέα πρότυπα οµορφιάς απαιτούν λεπτά σώµατα, σχεδόν ανδρόγυνα. Κάθε χρόνο, εµφανίζονται «δίαιτες της µόδας» (fad diets) όπως «η δίαιτα του Χόλιγουντ», κατά την οποία οι γυναίκες τρέφονται µόνο µε πορτοκάλια, γκρέιπφρουτ, φρυγανιές και αυγά για 18 µέρες και η «ιατρική δίαιτα της χιλιετίας» που προστάζει τις γυναίκες να µασούν αργά και να κάνουν συχνά… κλύσµατα.
Μετά τον Β’ Πα-γκόσµιο Πόλεµο, η κουλτούρα της δίαιτας αναγεννιέται, µέσα από την διαµόρφωση της καταναλωτικής κοινωνίας, µε την βιοµηχανία του αδυνατίσµατος να στοχεύει στις νοικοκυρές.
Τα παραπανίσια κιλά, αρχίζουν να θεωρούνται «συµπεριφορικό πρόβληµα», το οποίο εισχωρεί στην µαζική συνείδηση, µε την βοήθεια του κινηµατογράφου, του ραδιοφώνου, των περιοδικών µόδας και της διαφήµισης.
Σταδιακά, αρχίζουν να κάνουν την εµφάνιση τους τα καθαρτικά, τα αδυνατιστικά χάπια, διάφορες δηµοφιλείς ή όχι δίαιτες, τα ινστιτούτα αδυνατίσµατος, ακόµα και συστάσεις για να ξεκινήσει κανείς το κάπνισµα προκειµένου να αδυνατίσει! Το 1960, το διάσηµο µοντέλο Τουίγκι (Twiggy) έφερε στην µόδα την πραγµατική λιµοκτονία!
Είναι η «χρυσή εποχή» των επεξεργασµένων τροφίµων, των υποκατάστατων ζάχαρης, των ροφηµάτων χωρίς θερµίδες και της αµφεταµίνης σε χάπια αδυνατίσµατος.

Την δεκαετία του 1990, κυριαρχεί στις πασαρέλες µία από τις πιο επικίνδυνες «τάσεις» των τελευταίων ετών, το «heroin chic» το οποίο είναι ένας τοξικός όρος που επινοήθηκε από την βιοµηχανία της µόδας.
Ασθενικά αδύνατα σώµατα, σκελετωµένες φιγούρες, χλωµό δέρµα, µαύροι κύκλοι κάτω από τα µάτια και ταλαιπωρηµένα βλέµµατα, συνδέονταν µε την κατάχρηση ηρωίνης.
Πολλές γυναίκες και κορίτσια, αρχίζουν να παρουσιάζουν «διατροφικές διαταραχές» όπως ανορεξία, βουλιµία και ορθορεξία (εµµονή, σε βαθµό νεύρωσης, µε την κατανάλωση «υγιεινών» τροφίµων) στην προσπάθεια να φτάσουν στην «ιδεατή» εικόνα.
Το 1992, το NIH (Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ) φέρνει στο φως το εξής παράδοξο: Από την µία, άνθρωποι να προσπαθούν να χάσουν βάρος, χωρίς να το χρειάζονται, και από την άλλη, άνθρωποι οι οποίοι, χρειάζονταν την απώλεια βάρους, να µην το καταφέρνουν.
Σύµφωνα µε το ΝΙΗ, το αυξηµένο βάρος είναι ένα πολύπλοκο πρόβληµα που προκύπτει από γονιδιακούς, περιβαλλοντικούς, κοινωνικοοικονοµικούς αλλά και ψυχολογικούς παράγοντες, που δεν λύνεται απλώς µε µία δίαιτα.
Μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο περιορισµός των θερµίδων, έχει πρόσκαιρα αποτελέσµατα, µε το βάρος να επανέρχεται, µαζί µε σωµατική και ψυχολογική επιβάρυνση.

Το Πρόσωπο πίσω από τα κιλά
Φτάνοντας στο σήµερα, παρατηρούµε για ακόµη µια φορά, στροφή στα πρότυπα οµορφιάς, µε τις καµπύλες να επιστρέφουν, χωρίς φυσικά το λεπτό σώµα να χάνει την «κυριαρχία» του.
Η κουλτούρα της δίαιτας είναι µία από τις πιο επικερδείς βιοµηχανίες του αιώνα, µε την αξία της να υπολογίζεται στα 72 δισεκατοµµύρια δολάρια παγκοσµίως, για το 2024.
Αψεγάδιαστες γυναίκες και τέλειοι άνδρες κατακλύζουν τις οθόνες µας, µε την «βιοµηχανία της αιώνιας νιότης» να θησαυρίζει πάνω στην ανθρώπινη µαταιοδοξία.
Το γυναικείο σώµα είναι µονίµως ένα «πρόβληµα προς επίλυση», µε την κουλτούρα της δίαιτας να µας παρασύρει σε µια ατέρµονη προσπάθεια να φτάσουµε ένα πρότυπο, που µόλις το πλησιάζουµε, αυτό αµέσως να αλλάζει.
Παίρνοντας λοιπόν απόσταση, από το αφήγηµα που θέλει το «ιδανικό» σώµα να είναι το κλειδί της επιτυχίας για µια ευτυχισµένη ζωή, χρειάζεται να δούµε τον άνθρωπο δίπλα µας και τον άνθρωπο στον καθρέφτη µας, ως µια οντότητα µε προσωπικότητα, µε τα δικά του µοναδικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τον κάνουν ξεχωριστό ανάµεσα στα 8 δις. που κατοικούν στον πλανήτη.
Κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του σωµατότυπο και θα ήταν παράλογο να θεωρούµε ωραίο κάτι που υπάγεται σε «συγκεκριµένες προδιαγραφές». Άλλωστε, η ιστορία έχει δείξει ότι κάθε λαός και πολιτισµός, αντιλαµβανόταν µε διαφορετικό τρόπο το Ωραίο.
Το υγιές σώµα δεν χωράει απαραιτήτως σε µικρό νούµερο ρούχων. Το υγιές σώµα είναι το χαρούµενο σώµα, που γελάει, που ξέρει να απολαµβάνει το φαγητό και την καλή παρέα.
Το να χρειάζεται κάποιος να χάσει µερικά κιλά ή να αλλάξει τις διατροφικές του συνήθειες στο πλαίσιο της βελτίωσης της ευεξίας και της υγείας του, απέχει πολύ από το να καταφεύγουµε σε ακραίες δίαιτες και µαγικές «συνταγές» για να µοιάσουµε σε κάποιον που φαντάζει στα µάτια µας ευτυχισµένος και πετυχηµένος.
Το αδύνατο σώµα δεν υπόσχεται την ευτυχία, αντιθέτως µπορεί να γίνει έµµονη ιδέα που µας αποµακρύνει από αυτήν.
Και από την άλλη πλευρά, ας σκεφτούµε ότι, σε έναν κόσµο όπου οι πλούσιοι ξοδεύουν εκατοµµύρια, για να βρουν τρόπους να αποφύγουν τις περιττές θερµίδες και ο ΟΗΕ έχει ανακηρύξει την παχυσαρκία ως απειλή για την παγκόσµια υγεία, η σκληρή πραγµατικότητα είναι ότι, πολλοί περισσότεροι άνθρωποι πασχίζουν να βάλουν κάτι στο στόµα τους!

Βιβλιογραφία:
- Fitterman-Harris H.F., Davis G.G., Bedard S.P., Cusack C.E., Levinson C.A. (2023). Digital Mental Health Interventions: Differences in Diet Culture Intervention Framing. Int J Environ Res Public Health. 2023 Dec 23;21(1):24. doi: 10.3390/ijerph21010024.
- Petrelli J. & Wolin Y.K. (2009). Obesity (Biographies of Disease). Westport, Conn: Greenwood.ISBN 978-0-313-35275-1.