Ιστορίες διατροφής: Οι Υπαίθριες Αγορές

Οι αγορές ήταν κέντρα κοινωνικής και πολιτικής συνάντησης, όπου οι πολίτες συζητούσαν και λάµβαναν αποφάσεις για τις πόλεις τους. Η Αρχαία Αγορά, στο κέντρο της κάθε πόλης, αποτελούσε βασικό πυρήνα της δηµόσιας και κοινωνικής ζωής, µε έντονη εµπορική δραστηριότητα

Της Μαριαλένας Χαραλαμποπούλου*

Οι υπαίθριες αγορές έχουν βαθιές ρίζες στην ιστορία της Ελλάδος και αποτελούν ένα σηµαντικό κοµµάτι του εµπορικού και κοινωνικού τοπίου της χώρας.

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αναπτύξει αγορές σε πόλεις και αποικίες, όπου πωλούνταν τρόφιµα, εµπορεύµατα και άλλα αγαθά.

Οι αγορές ήταν κέντρα κοινωνικής και πολιτικής συνάντησης, όπου οι πολίτες συζητούσαν και λάµβαναν αποφάσεις για τις πόλεις τους.

Η Αρχαία Αγορά, στο κέντρο της κάθε πόλης, αποτελούσε βασικό πυρήνα της δηµόσιας και κοινωνικής ζωής, µε έντονη εµπορική δραστηριότητα.

Εκεί διατίθεντο τρόφιµα, όπως φρέσκα λαχανικά και ψάρια, γαλακτοκοµικά, έτοιµο φαγητό καθώς και άλλα προϊόντα, όπως υφάσµατα και κοσµήµατα.

Κατά την διάρκεια της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, οι υπαίθριες αγορές στην Ελλάδα παρέµειναν ζωντανές και αποτελούσαν σηµαντικά εµπορικά κέντρα.

Οι αγορές είχαν κυρίως τοπικό χαρακτήρα και συνήθως διοργανώνονταν συγκεκριµένες ηµέρες της εβδοµάδας, συγκεντρώνοντας πωλητές και αγοραστές από τις γύρω περιοχές.

Σε αυτές τις αγορές πωλούνταν φρέσκα τρόφιµα, ρούχα, είδη σπιτιού, εργαλεία και άλλα εµπορεύµατα.

Μετά την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδος και την απελευθέρωση από την Οθωµανική Αυτοκρατορία, οι υπαίθριες αγορές συνέχισαν να αναπτύσσονται και να επεκτείνονται διαρκώς, προσθέτοντας ολοένα και περισσότερες δραστηριότητες.

Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά και κατά τα χρόνια του Όθωνα, υπήρχαν και οι «γυρολόγοι» οι οποίοι ήταν έµποροι που γυρνούσαν από πόρτα σε πόρτα αλλά και από παζάρια, και εξυπηρετούσαν τα νοικοκυριά των αστικών κέντρων.

Τα παζάρια της Αθήνας ήταν τέσσερα, µε χαρακτηριστικό το αλογοπάζαρο του Θησείου, όπου πωλούνταν άλογα, γαϊδούρια και µουλάρια.

Η απαρχή των λαϊκών αγορών στην Ελλάδα, όπως τις γνωρίζουµε σήµερα, ξεκίνησαν το 1929.

 Η πρώτη λαϊκή αγορά

Το ηµερολόγιο έγραφε 18 Μαΐου του 1929, όταν ο πρωθυπουργός της χώρας, Ελευθέριος Βενιζέλος καταφτάνει στην πλατεία Αγίων Ασωµάτων στο Θησείο, νωρίς το πρωί, για να εγκαινιάσει τον θεσµό των λαϊκών αγορών, µαζί µε υπουργούς, τον δήµαρχο, την φιλαρµονική και τον µητροπολίτη για τον αγιασµό.

Οι λαϊκές αγορές αποτελούσαν ένα κυβερνητικό µέτρο ελάφρυνσης των ασθενέστερων τάξεων, διότι, ήταν µια περίοδος ύφεσης και τα χαµηλότερα στρώµατα πάλευαν µε την εξαθλίωση, έχοντας να διαχειριστούν φόρους, αύξηση στην τιµή του άρτου κ.ά.

Η κερδοσκοπία των µεσαζόντων είχε καταντήσει µάστιγα και η οικονοµική κρίση βρισκόταν προ των πυλών.

Ο Βενιζέλος πίστευε ότι οι αυξήσεις οφείλονταν στους µεταπράτες που µεσολαβούσαν στο εµπόριο, οπότε µε το να γίνουν άµεσες οι εµπορικές συναλλαγές µεταξύ καταναλωτών και παραγωγών, θα έπεφταν οι τιµές.

Στους πάγκους εκείνης της πρώτης λαϊκής αγοράς στην χώρα, έβρισκες τόνους πατάτες, κρεµµύδια, λεµόνια, ντοµάτες και οπωρικά είδη και άλλα προϊόντα, όπως γυαλικά και άνθη.

Το Προεδρικό Διάταγµα υπεγράφη στα τέλη Ιανουαρίου 1929 από τον Παύλο Κουντουριώτη και καθόριζε τις ηµέρες και τους χώρους που θα πραγµατοποιούνταν οι λαϊκές αγορές στις γειτονιές των Αθηνών.

Την Δευτέρα στην πλατεία Κολιάτσου, την Τρίτη στην οδό Τοσίτσα, την Τετάρτη στην πλατεία Παγκρατίου, την Πέµπτη στην λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Παρασκευή στον σταθµό Λαρίσης, το Σάββατο στην πλατεία Θησείου και την Κυριακή στο τέρµα της οδού Βεΐκου.

Το πρώτο νοµοθέτηµα προέβλεπε την λειτουργία των αγορών από τις 6 το πρωί µέχρι τις 11 πριν το µεσηµέρι, οπότε και έπρεπε να «αποκαθίσταται η καθαριότης εις τους άνω χώρους τη µερίµνη του Δήµου Αθηναίων».

Βάσει του νόµου, κάθε λαϊκή αγορά έπρεπε να διαθέτει αστίατρο (κρατικός γιατρός που φροντίζει για την δηµόσια υγεία στις πόλεις) όπως και χηµικό µε δυνατότητα λήψης δειγµάτων από τα τρόφιµα για να εξετάζεται η ποιότητα και η καταλληλότητά τους.

Τα ίδια ελεγκτικά όργανα αναλάµβαναν να ελέγχουν τα ζύγια σε τυχαία ζεµπίλια για να διαπιστωθούν πιθανές παρατυπίες από τους πωλητές.

Οι λαϊκές αγορές άρχισαν την λειτουργία τους µε µια απλή αστυνοµική διάταξη που διαβάστηκε ακόµη και στις εκκλησίες των χωριών της Αττικής, καθώς έπρεπε να ενηµερωθούν οι παραγωγοί για το νέο εγχείρηµα και τα οφέλη του.

Στο Υπουργείο Εσωτερικών, προσπαθούσαν για εβδοµάδες να οργανώσουν την πρώτη λαϊκή αγορά, καθώς ο χειµώνας δεν βοηθούσε και τελικά εκείνοι που θα καθόριζαν την ηµεροµηνία ήταν οι παραγωγοί, ανάλογα µε την κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν οι λαχανόκηποι.

Ένα από τα βασικά σηµεία επιτυχίας του εγχειρήµατος, ήταν να πειστούν οι παραγωγοί, κυρίως των λαχανικών, να µεταφέρουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους απευθείας στην λαϊκή αγορά.

Εκείνη την εποχή, υπήρχαν µποστάνια σε πολλές περιοχές πέρα από το κέντρο της πόλης, όπως στις Τρεις Γέφυρες, την Κολοκυνθού (εξ ου και το όνοµα) και στον Άγιο Σάββα.

Οι «µεσάζοντες» απειλούσαν τους παραγωγούς λέγοντας αφενός πως το µέτρο θα αποτύγχανε και αφετέρου πως θα διέκοπταν την συνεργασία µαζί τους.

Η µακρά παράδοση συναλλαγής µε τους εµπόρους είχε δηµιουργήσει µια άτυπη µονοπωλιακή και αποκλειστική εκµετάλλευση.

Ένα από τα «µυστικά» που χρησιµοποίησε η διοίκηση ήταν τα µετρητά, δηλαδή η απευθείας είσπραξη ρευστού εκ µέρους των παραγωγών, οι οποίοι µέχρι τότε έδιναν τα προϊόντα τους στους µεσάζοντες µε µακροχρόνιες πιστώσεις.

Χρειάστηκε προσωπική παρέµβαση του επικεφαλής της Αγορανοµικής Υπηρεσίας στα περιβόλια του Αγίου Σάββα, του Ρέντη και της Κολοκυνθούς για να πεισθούν οι παραγωγοί να στείλουν τα προϊόντα τους στην πρώτη λαϊκή που κανονίστηκε να γίνει στο Θησείο, στις 18 Μαΐου 1929.

Έτσι, κηπουροί από την περιοχή του Αγίου Σάββα του Ελαιώνα των Αθηνών, το Μοσχάτο, του Ρέντη και τα Καλύβια ξεκινούσαν µε τα πρώτα λαλήµατα των πετεινών φέρνοντας τα φρεσκοκοµµένα προϊόντα τους στην Αθήνα.

Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος φρόντισε να αναδείξει τον νέο θεσµό, φωτογραφίζοντας τον υπουργό Εθνικής Οικονοµίας, Παναγή Βουρλούµη, να αγοράζει λεµόνια και τον δήµαρχο Αθηναίων, Σπύρο Πάτση, λαχανικά και πατάτες.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε ένα ζεµπίλι (µεγάλος σάκος, που χρησιµοποιούσαν τότε οι Αθηναίοι κατά την αγορά των τροφίµων) και αφού πραγµατοποίησε και αυτός τις αγορές του, στο τέλος χάρισε τα προϊόντα σε µια φτωχή γυναίκα της περιοχής.

Οι τιµές που δηµοσιεύτηκαν την επόµενη µέρα στις εφηµερίδες, δεν άφησαν κανέναν αδιάφορο.

Ο Γεώργιος Πωπ (Έλληνας δηµοσιογράφος, πολιτικός και νοµικός), δεν έχασε την ευκαιρία να δώσει κι εκείνος τις απαραίτητες έµµετρες οδηγίες:

«Θα πας εις το Θησείον µόλις φέξη

ή µόνος ή µετά παρέας

και πριν ακόµη πης µια λέξι

θα παίρνης ζαρζαβατικά και κρέας».

Φανταζόταν δε ότι:

«Έτσι θα καλοτρώγωµεν τα πλήθη,

όλα θα βρίσκωνται φθηνά κι αφθόνως,

και της ζωής το πρόβληµα ελύθη

και κάνοµε γυµναστική συγχρόνως»!

 «Δώσε κι εµένα, µπάρµπα»

Το περίφηµο «δώσε κι εµένα, µπάρµπα» κυριαρχούσε σε εκείνες τις πρώτες λαϊκές αγορές.

Κοµψές κυρίες, χαριτωµένα κορίτσια, αστοί, αξιωµατικοί και δικηγόροι συνωστίζονταν για να προµηθευτούν τα πολύτιµα αγαθά.

Το «κίνηµα» των λαϊκών αγορών εξαπλωνόταν και έναν χρόνο αργότερα ο θεσµός των λαϊκών αγορών αποθεωνόταν, µε τον αριθµό τους να έχει διπλασιαστεί.

Η διοίκηση αναζητούσε τρόπους για την ανάδειξη και την προώθηση του θεσµού και έτσι καθιέρωσε τα βραβεία για τους καλύτερους παραγωγούς.

Σε αυτά ήρθαν να προστεθούν και τα βραβεία που θεσµοθέτησαν γειτονιές, όπως το Κολωνάκι, όπου η Αγορά γινόταν στην πλατεία Δεξαµενής και την οδό Αναγνωστοπούλου.

Διεξάγονταν και τις επτά ηµέρες της εβδοµάδας δεκατέσσερις λαϊκές αγορές, όλες εντός των ορίων των Αθηνών, πλην µίας που γινόταν Κυριακή στο Περιστέρι.

Ακόµη και ο νόµος για την καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας ξεπεράστηκε.

Η επιτυχία του θεσµού οδήγησε στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσης, προστασίας, φύλαξης και καθαριότητας του χώρου λειτουργίας κ.λπ. και το 1932 ιδρύθηκε το «Ταµείον Λαϊκών Αγορών».

 Η αξία των λαϊκών αγορών

Οι λαϊκές αγορές εξαπλώθηκαν απ’ άκρου εις άκρον σε ολόκληρη την χώρα και ήδη πέρασαν 96 χρόνια από τότε που θεσµοθετήθηκαν και λειτούργησαν, πλην της περιόδου της Κατοχής.

Κατά καιρούς, συζητήθηκε η κατάργησή τους, κυρίως από εκείνους που πλήττονταν από την λειτουργία τους.

Το θεσµικό πλαίσιο τροποποιήθηκε πολλές φορές, η σύνθεση παραγωγών και προϊόντων άλλαξε σε µεγάλο βαθµό, αλλά παρέµεινε ένα µέτρο που αγαπήθηκε από τα νοικοκυριά.

Οι λαϊκές αγορές είναι ένας χώρος για οικονοµικές και ποιοτικές αγορές, είναι µια «εµπειρία» που συνδυάζει την βιωσιµότητα, την κοινωνική υπευθυνότητα και την ενίσχυση της τοπικής οικονοµίας.

Ψωνίζοντας από τις λαϊκές αγορές, οι καταναλωτές στηρίζουν τους τοπικούς παραγωγούς και την ελληνική αγροτική οικονοµία, συµβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση των µικρών και µεσαίων επιχειρήσεων.

Ο καταναλωτής έχει την δυνατότητα να συζητήσει απευθείας µε τον παραγωγό ή τον πωλητή, να διαπραγµατευτεί την τιµή των προϊόντων και να µάθει σχετικά µε την προέλευση και την καλλιέργεια τους.

Οι λαϊκές αγορές προσφέρουν εποχιακά προϊόντα και αυτό, όχι µόνο διασφαλίζει φρέσκα, νόστιµα και αυθεντικά προϊόντα, αλλά αποτελεί και µια βιώσιµη πρακτική.

Τα εποχιακά προϊόντα απαιτούν λιγότερους πόρους για την παραγωγή και την µεταφορά τους, µε αποτέλεσµα να µειώνεται το περιβαλλοντικό αποτύπωµα.

Πολλοί παραγωγοί διατηρούν την ελληνική αγροτική παράδοση, προσφέροντας τοπικές και παραδοσιακές ποικιλίες, συµβάλλοντας στην διατήρηση την βιοποικιλότητα, η οποία είναι σηµαντική για το περιβάλλον και την πολιτιστική κληρονοµιά.

Επίσης, σε µια εποχή όπου η κατανάλωση έχει γίνει περισσότερο µηχανική και αποµακρυσµένη, µας υπενθυµίζει την αξία της προσωπικής επαφής, της παράδοσης και της υποστήριξης της κοινότητας.

Η παρουσία ανθρώπων όλων των ηλικιών, οι συνοµιλίες µε τους παραγωγούς και η έντονη ατµόσφαιρα καθιστούν τις λαϊκές αγορές έναν χώρο συνάντησης, όπου οι παραδόσεις, οι γεύσεις και οι ιστορίες των τόπων συνδέονται µε την καθηµερινή ζωή.

Η λαϊκή αγορά αποτελεί αναπόσπαστο κοµµάτι του ελληνικού τρόπου ζωής και αντικατοπτρίζει την παλιά ελληνική παράδοση και την διαχρονική σχέση µεταξύ πελάτη και πωλητή.

Πέρα από την οικονοµική και κοινωνική διάσταση, η λαϊκή αποτελεί ένα σηµαντικό λαογραφικό στοιχείο.

Αποτελεί ένα είδος αστικής εµποροπανήγυρης, µε τους εµπόρους να δίνουν την δική τους «παράσταση», προσπαθώντας να τραβήξουν την προσοχή µε διάφορα διαλαλήµατα, ευφυολογήµατα «όταν βλέπω οµορφιές, κατεβάζω τις τιµές» και αστείους «διαξιφισµούς» µε αντίπαλους πάγκους, «περσινά είναι τα φρούτα σου»!

Τα παζαρέµατα, τα πειράγµατα, η γενναιοδωρία των πωλητών (µετά το κλείσιµο της λαϊκής, πολλοί χαρίζουν τα προϊόντα που τους έχουν αποµείνει), ζωντανεύουν τις γειτονιές, προσφέροντας µια εύθυµη νότα και ένα αίσθηµα οικειότητας στους γρήγορους ρυθµούς της πόλης.

Βιβλιογραφία:

  • Σκιαδάς Ελ. «Όταν γεννήθηκαν οι λαϊκές αγορές το 1929 για να χτυπηθούν οι κερδοσκόποι» [mikros-romios.gr]
  • Matalas, A.L. & Yannakoulia, M. (2000), «Greek Street Food Vending: An Old Habit Turned New», Bhat, R.V. & Simopoulos, A.P. (Επιµ.),World Review of Nutrition and Dietetics, Basel, KARGER, 86, 1–24

* Γεωπόνος,
Τεχνολόγος Τροφίµων Γ.Π.Α

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή