Ας κάνουµε µία υπόθεση εργασίας. Ας υποθέσουµε, όσο κι αν ακούγεται ως σκέψη κάποιου αιθεροβάµονος, ότι κάποιο κόµµα ή συνεργαζόµενα κόµµατα της αντιπολίτευσης, έχουν στις δηµοσκοπήσεις ποσοστό παραπλήσιο ή και µεγαλύτερο από τη Νέα Δηµοκρατία. Τί θα γινόταν στην κοινωνία και το πολιτικό σκηνικό;
Πρώτον. Δεν θα µπορούσαν να αµφισβητήσουν ότι κάποια άλλη δύναµη, εκτός της Ν.Δ., διεκδικεί τη νίκη στις εκλογές και τη δυνατότητα να σχηµατίσει κυβέρνηση.
Δεύτερον. Το αποτέλεσµα θα καθιστούσε πειστική και κυρίως κυβερνητική την εναλλακτική πρόταση του κόµµατος ή των συνεργαζόµενων κοµµάτων.
Τρίτον. Οι πολίτες θα έριχναν µία διαφορετική µατιά στη νέα δύναµη και θα αντιµετώπιζαν υπό νέο πρίσµα τις προτάσεις και το πρόγραµµα, δηµιουργώντας νέους δεσµούς ή ενισχύοντας τους τωρινούς.
Τέταρτον. Οι πολίτες που λαµβάνουν αποφάσεις για τις εκλογές µε κριτήριο τη δύναµη των κοµµάτων θα έκλειναν υπέρ της νέας πολιτικής δύναµης και διεκδικήτριας της κυβερνητικής εξουσίας.
Πέµπτον. Οι ψηφοφόροι του κυβερνώντος κόµµατος που έχουν πολύ χαλαρή σχέση µαζί του, θα ένιωθαν µία µεγαλύτερη έλξη από την αντιπολιτευτική δύναµη και κάποιοι δεν θα αλληθώριζαν απλώς, αλλά θα µετακινούνταν προς το νέο ισχυρό αντίπαλο δέος. Οι διαρροές προς κάθε κατεύθυνση θα αυξάνονταν.
Εκτον. Η δηµοσκοπική ισχύς της νέας πολιτικής δύναµης θα ενισχύονταν ακόµα περισσότερο και µόνο από την ανακοίνωση των ευρηµάτων της δηµοσκόπησης, από τη στιγµή που θα εµφανίζονταν ότι διεκδικούν πειστικά τη νίκη στην επόµενη εκλογική αναµέτρηση.
Εβδοµον. Στην κοινωνία θα ενδυνάµωνε η συζήτηση για το νέο ισχυρό πολιτικό στρατόπεδο, στοιχείο αποφασιστικό για την περαιτέρω ισχυροποίηση.
Ογδοον. Οι σηµερινές κυβερνητικές δυνάµεις θα αποδυναµώνονταν ακόµα περισσότερο.
Υπάρχουν και άλλες εξελίξεις που θα δροµολογούνταν και µόνο από τη δηµοσκοπική ανατροπή, αλλά και οι οκτώ προαναφερθείσες θα έπρεπε να αποτελούν ισχυρό κίνητρο για τις προοδευτικές δυνάµεις της αντιπολίτευσης να επιδιώξουν τη συνεργασία.
Ηγεσίες
Αν στις ηγεσίες των κοµµάτων της προοδευτικής αντιπολίτευσης θέταµε το ερώτηµα για το ποιος είναι ο πιο µεγάλος στόχος, η µεγαλύτερη επιδίωξη, δεν έχω καµία αµφιβολία ότι η απάντηση είναι η ανατροπή του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δηµοκρατίας. Να τον νικήσουν στις εκλογές.
Κι όµως δεν µπορούν να συµφωνήσουν σε µία µίνιµουµ τουλάχιστον συνεργασία για να πετύχουν το στόχο, αφού κανένα κόµµα µόνο δεν έχει τη δύναµη και τη δυνατότητα. Γιατί άραγε. Θα το πούµε όσο κυνικό κι αν ακούγεται. Γιατί οι ηγέτες έχουν προσωπικές φιλοδοξίες και τα κόµµατα επιδιώξεις να ηγηθούν του νέου σχήµατος ή να το ελέγξουν. Και πώς θα µπορούσαν να δηµιουργήσουν πολιτικό σχήµα που θα νικήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη όταν δε µπορούν να συµφωνήσουν ακόµη και για έναν κοινό βηµατισµό µέσα στο Κοινοβούλιο.
Αυτά τα γνωρίζουν οι πολίτες. Και καλό είναι τα κόµµατα της προοδευτικής αντιπολίτευσης και οι ηγεσίες τους να προσέξουν γιατί από εν δυνάµει µέρος της λύσης µε κοινή δράση, µπορεί να µετατραπούν σε µέρος του προβλήµατος αν αγνοήσουν τις επιθυµίες των πολιτών, που σύµφωνα µε πρόσφατη δηµοσκόπηση τάσσονται υπέρ κυβέρνησης συνεργασίας.
Να µην ξεχνούν επίσης πως σύµφωνα µε δηµοσκόπηση για το Ινστιτούτο του Αλέξη Τσίπρα η εµπιστοσύνη των πολιτών στα κόµµατα βρίσκεται στο ναδίρ. Το 77% δεν τα εµπιστεύονται. Κι αυτό ισχύει και για τα κόµµατα της αντιπολίτευσης και όχι µόνο για το κυβερνών.
Ανασχηµατισµός σωσίβιο
Σωσίβιο σε ανασχηµατισµό θα αναζητήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ύστερα από το τεράστιο πλήγµα που δέχθηκε από τα συγκλονιστικά συλλαλητήρια για τα Τέµπη και την άστοχη συνέντευξη που παραχώρησε. Ο «ασκός του Αιόλου» άνοιξε για τα καλά και οι άνεµοι που πλέον φυσούν είναι τόσο ισχυροί, που δεν είναι δυνατόν να αντιµετωπιστούν µε τους συνήθεις πολιτικούς ελιγµούς. Οι εκτιµήσεις που υπάρχουν είναι πως δεν αντιµετωπίζονται ούτε µε τον ανασχηµατισµό, ούτε µε τις θυσίες υπουργών και υφυπουργών µε σκοπό τη δηµιουργία µία ζώνης προστασίας για τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Ωστόσο θα επιχειρηθούν και οι δύο κινήσεις.
Το πλήγµα είναι πολύ µεγάλο. Και η πληγή δεν κλείνει. Παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού Βατερλώ. Το αποκάλυψε δηµοσκόπηση που είδε το φως της δηµοσιότητας την εβδοµάδα που πέρασε. Σύµφωνα µε αυτή σε 15 µέρες που µεσολάβησαν από την προηγούµενη δηµοσκόπηση της ίδιας εταιρείας, η Νέας Δηµοκρατία έχασε 3 εκατοστιαίες µονάδες από το 28,6% στο 25,6% και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην καταλληλόλητα για πρωθυπουργός υπέστη συντριπτικό χτύπηµα χάνοντας 8,7% από 35,8% σε 27,1%. Δεν µπορεί να έχει υπάρξει στη µεταπολίτευση τόσο µεγάλη υποχώρηση σε 15 µόλις µέρες.
Καταλληλόλητα
Θα µπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι παρά την τεράστια υποχώρηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν υπάρχει ικανός αντίπαλος, αφού οι ηγέτες της αντιπολίτευσης δεν δείχνουν να µπορούν να τον απειλήσουν άµεσα. Ο µεν Νίκος Ανδρουλάκης στην καταλληλόλητα παίρνει 9,6% και ο Σωκράτης Φάµελλος 8,3%. Σωστό, αλλά η φθορά του πρωθυπουργό και της Νέας Δηµοκρατίας είναι πολύ πιθανό (για να µην πούµε σίγουρο) πως θα συνεχιστεί. Οι διαδηλώσεις για τα Τέµπη συνεχίζονται και η 28η Φεβρουαρίου πλησιάζει. Εξάλλου, όπως είχαµε επισηµάνει την προηγούµενη Κυριακή, το ποτάµι δεν γυρίζει πίσω πλέον. Και η οργή ξεχειλίζει.

Αν η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δεν βρίσκονται ακόµα σε αποδροµή και παραµένουν στη θέση τους, στο µεγαλύτερο βαθµό οφείλεται στον κατακερµατισµό της αντιπολίτευσης και στην αδυναµία της να παρουσιάσει µία πειστική εναλλακτική πρόταση. Μία αντιπολίτευση που αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων και αν συνεχίσει στο ίδιο πολιτικό µοτίβο, κινδυνεύει πολύ σοβαρά να µετατραπεί σε µέρος του προβλήµατος, όπως προαναφέραµε στο προηγούµενο σηµείωµα και τότε οι κίνδυνοι ακόµα και για τη χώρα να πάρουν απρόβλεπτες διαστάσεις.

Οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να λησµονούν ότι η εµπιστοσύνη των πολιτών στα κόµµατα, όπως προαναφέραµε, βρίσκεται στο ναδίρ και σύµφωνα µε δηµοσκόπηση για τους Θεσµούς, το 77% δεν τα εµπιστεύεται. Επικίνδυνο ποσοστό.