Το ΑκαθΑριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) μιας χώρας παράγεται στον πρωτογενή (αγροτικό) τομέα, στον δευτερογενή (βιομηχανικό) τομέα και στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών. Σύμφωνα με τα εθνικολογιστικά στοιχεία του 2015, η συμβολή του αγροτικού τομέα στην παραγωγή του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας ήταν μόλις 3,7%, του βιομηχανικού 15,4% και του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών 80,9%. Στον πρωτογενή τομέα περιλαμβάνονται οι κλάδοι της γεωργίας (οπωροκηπευτικά, δημητριακά, εσπεριδοειδή, κ.ά.), της κτηνοτροφίας, της αλιείας, της πτηνοτροφίας και της δασοπονίας. Αν και ο αγροτικός τομέας συντελεί στην παραγωγή μόλις του 3,7% του ΑΕΠ της χώρας, εντούτοις τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) αποκαλύπτουν ότι το 15% περίπου των απασχολουμένων (εργαζομένων) δραστηριοποιείται σε επιμέρους κλάδους του πρωτογενούς τομέα. Συνεπώς, ο αγροτικός τομέας εξακολουθεί να συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και αν τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα στο μέλλον, βέβαιο είναι ότι η συμβολή του στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας θα μπορούσε να καταστεί πολύ σημαντική.
Σε πολλές αναλύσεις μας έχουμε επισημάνει ότι ο αγροτικός τομέας πληροί τις προϋποθέσεις, για να παίξει πρωτεύοντα ρόλο στην έξοδο της ελληνικής οικονομίας από το τέλμα της ύφεσης. Ο πρωτογενής τομέας περιλαμβάνει πληθώρα συγκριτικών πλεονεκτημάτων, τα οποία όμως για πολλά χρόνια παραμένουν αναξιοποίητα, προκαλώντας έτσι τη συνεχή μείωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητάς του. Θεμελιώδης συνθήκη για την ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας, είναι η αύξηση των δημόσιων και των ιδιωτικών επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο, όπως έργα υποδομής, κατοικίες, κτηριακές εγκαταστάσεις, μηχανολογικός εξοπλισμός, κ.λπ. Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων (ΙΜΔΟ) τον Μάιο του 2015 δημοσίευσε μια αξιόλογη επιστημονική εργασία, με τίτλο «Μεθοδολογία εκτίμησης της αξίας της δασικής γης στην Ελλάδα».
Στο συγκεκριμένο ερευνητικό πόνημα, η επιστημονική ομάδα διατύπωσε αξιόπιστη μέθοδο αποτίμησης της αξίας της δασικής γης στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα της έρευνας αξιολογείται ως εξαίρετο και πρωτότυπο, καθότι συνιστά την πρώτη συστηματική ερευνητική προσπάθεια που έγινε στη χώρα μας, για την διαμόρφωση αξιόπιστης μεθόδου εκτίμησης της αξίας των ελληνικών δασών.
Αξιομνημόνευτο είναι ότι με πρόσφατη απόφαση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τα δασαρχεία υποχρεούνται να εφαρμόζουν στην πράξη την “μεθοδολογία εκτίμησης της δασικής γης στην Ελλάδα”, σύμφωνα με την επιστημονική μέθοδο που διατύπωσε η ερευνητική ομάδα του ΙΜΔΟ. Από την προσεκτική μελέτη των 201 σελίδων της συγκεκριμένης έρευνας του ΙΜΔΟ, διαπίστωσα ότι εκτός της εμπεριστατωμένης μεθόδου υπολογισμού της αξίας των ελληνικών δασών, οι ερευνητές προτείνουν και μέτρα πολιτικής για την ανάπτυξη της δασοπονίας στη χώρα μας. Σε αρκετές περιοχές της ελληνικής επικράτειας υπάρχουν δασικές εκτάσεις με αξιοζήλευτα συγκριτικά πλεονεκτήματα, που θα μπορούσαν να συνδράμουν στην πρόοδο της δασοπονίας και κατά προέκταση στην ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Στις περιοχές αυτές υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες για την πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο, συμβάλλοντας στην δημιουργία σημαντικού οικονομικού οφέλους για τη χώρα.
Οι οικονομικές δραστηριότητες και οι υπηρεσίες που σχετίζονται άμεσα και έμμεσα με τον κλάδο της δασοπονίας είναι πολλές και ενδιαφέρουσες, όπως παραγωγή βιομάζας, βιομηχανικού και καύσιμου ξύλου, προστασία και αξιοποίηση των υδάτινων πόρων, ρύθμιση του κλίματος και προστασία της βιοποικιλότητας, προστασία του εδάφους και της υγείας των πολιτών, προώθηση δράσεων στον κλάδο του οικοτουρισμού, ανάπτυξη της δασικής αναψυχής και διαφόρων αθλητικών δραστηριοτήτων, κ.λπ.
Η αξιοποίηση όλων αυτών των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την δασοπονία, προαπαιτούν την υλοποίηση επενδυτικών έργων σε πάγιο κεφάλαιο. Η διεύρυνση της συμμετοχής της δασοπονίας στην παραγωγή του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας από 0,3% που είναι σήμερα σε 1,5% την επόμενη δεκαετία, θα πρέπει να αποτελέσει έναν από τους βασικούς στόχους της αναπτυξιακής πολιτικής. Η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας και η ενδυνάμωση των αναπτυξιακών της επιδόσεων, απαιτούν όραμα, μεθοδικότητα, συνέπεια και εξυπνάδα από τους ασκούντες την μακροοικονομική πολιτική.