Το θύμα κατήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του και την εκτέλεση υπηρεσίας στην περιοχή όπου εκδιδόταν η καταγγέλλουσα, αρχικά την προσέγγισε αναφέροντάς της την αναγκαιότητα προστασίας της από τον ίδιο. Σταδιακά και αφού αποφάσισαν να συμβιώσουν, άρχισε να της απαιτεί την παράδοση στον ίδιο, χρηματικών ποσών από την εργασία της ως εκδιδόμενη. Για την επίτευξη του σκοπού του, ο συλληφθείς, σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, άλλοτε χρησιμοποιούσε σωματική βία σε βάρος της και άλλοτε την απειλούσε ότι, αν δεν υπακούσει στις υποδείξεις και στις απαιτήσεις του, θα συλληφθεί, θα απελαθεί, θα εγκλειστεί σε ψυχιατρείο ή θα τη σκοτώσει. Μάλιστα, προκειμένου να αποσπάσει τη συναίνεσή της για να του παραδίδει μέρος ή ολόκληρες τις εισπράξεις από τη συνεύρεσή της με πελάτες, της υποσχέθηκε, όπως αποδείχθηκε ψευδώς, ότι θα την παντρευτεί ώστε να εξασφαλιστεί η μόνιμη διαμονή της στην Ελλάδα και η μόνιμη «προστασία» του.
Προ μίας εβδομάδας περίπου, όταν έλαβε χώρα η τελευταία χρονικά απόπειρα βιασμού της, εξωθήθηκε σε απόπειρα αυτοκτονίας, απειλώντας να πηδήξει από το μπαλκόνι του 3ου ορόφου της οικίας όπου διέμεναν, με αποτέλεσμα την υπαναχώρηση του αστυνομικού. Τα καταγγελλόμενα επιβεβαίωσαν μάρτυρες οι οποίοι διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με την καταγγέλλουσα. Από στιγμιότυπα βιντεοληπτικού υλικού προκύπτει ο συλληφθείς να μεταφέρει με το ιδιωτικό του όχημα την καταγγέλλουσα από και προς το σημείο που εκδιδόταν στο κέντρο της Αθήνας, ενώ φαίνεται να του παραδίδει άγνωστο χρηματικό ποσό.
Για τον τερματισμό της παράνομης δράσης του, οργανώθηκε αστυνομική επιχείρηση, κατά την οποία ο αστυνομικός συνελήφθη αφού προηγουμένως είχε παραλάβει από την καταγγέλλουσα το προσημειωμένο χρηματικό ποσό των 500 ευρώ.
Από την επακόλουθη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην οικία τους, παρουσία δικαστικού λειτουργού, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν συσκευή κινητού τηλεφώνου και το χρηματικό ποσό των 3.850 ευρώ, από τα οποία τα 500 ήταν τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα, που ο κατηγορούμενος είχε ήδη τοποθετήσει σε ειδικά διαμορφωμένο σημείο απόκρυψης, εντός χώρου στον οποίο είχε αποκλειστική πρόσβαση.
Ο συλληφθείς, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του οδηγήθηκε στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή και παραπέμφθηκε σε Ανακριτή.