Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΑΝΑ
Από σήμερα τα «φώτα» της πολιτικής επικαιρότητας στρέφονται προς τη Βουλή, καθώς ξεκινούν σήμερα οι εργασίες της, στο τέλος δε της εβδομάδας προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, στην κυβέρνηση.
Θα έχουμε έτσι μια πρώτη γεύση, του πώς θα λειτουργήσει το Κοινοβούλιο, σε μια πρωτόγνωρη συνθήκη, εκπροσώπησης εννιά κομμάτων, εκ των οποίων τα τρία κινούνται δεξιότερα της ΝΔ, ένα δε εξ αυτών έχει πριμοδοτηθεί ανοιχτά από τον Ηλία Κασιδιάρη.
Αλλά και με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης -πρωτόγνωρα αποδυναμωμένο- να μη διαθέτει ηγεσία.
Ελπίζουμε να επαληθευτεί η αισιόδοξη εκτίμηση του απερχόμενου και εκ νέου προέδρου της Βουλής Κώστα Τασούλα, ότι όλα θα πάνε καλά, όπως αυτή εκφράστηκε προς την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Αν αυτό, σε συνδυασμό με πληροφορίες, για συνεννοήσεις με όλα τα κόμματα, ώστε να διευθετηθούν εκ των προτέρων όλα τα ζητήματα που ανακύπτουν, διαδικαστικά, αλλά και ουσιαστικά, ίσως να επιτρέπει την αισιόδοξη πρόγνωση, ότι το πολιτικό μας σύστημα και ειδικά οι δυνάμεις του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου», έχουν αποκτήσει την αναγκαία ωριμότητα και σοφία, ώστε να αποφύγουν θεσμικά προβληματικές, εν τέλει δε ατελέσφορες πρακτικές.
Θέλουμε να ελπίζουμε ότι αυτή την ωριμότητα και σοφία αντανακλά η δήλωση του Μάκη Βορίδη -που φαίνεται ότι ως υπουργός Επικρατείας αναλαμβάνει τη θεσμική εκπροσώπηση της κυβέρνησης στη Βουλή- ότι η πολιτεία εξάντλησε τα περιθώρια νομοθετικής παρέμβασης, ως προς το νεοναζιστικό φαινόμενο.
Το ότι ο κ. Βορίδης ήταν εκείνος που έφερε και υπερασπίστηκε τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, μπορούμε να το εκλάβουμε και ως ένα είδος διακριτικής αυτοκριτικής.
Καιρός να το εξηγήσουν και στους διάφορους «γιακωβίνους», που επιμένουν να «ακονίζουν το σπαθί», χωρίς να αντιλαμβάνονται οι «άμοιροι», πως το μόνο που καταφέρνουν είναι να γίνονται έμμεσα «στρατολόγοι», υπέρ του κ. Κασιδιάρη και της αύξησης της επιρροής του και σε άλλα επίπεδα, πέραν του Εθνικού Κοινοβουλίου.
Αν και για ορισμένους, μας δίνεται η εντύπωση ότι εκείνο που τους ενοχλεί περισσότερο δεν είναι τόσο η παρουσία εκπροσώπων νεοναζιστικών απόψεων στη Βουλή, όσο το ότι εξ αυτού του λόγου απομειώθηκε η κοινοβουλευτική δύναμη της ΝΔ…
Επειδή δε επιμένουν, με τον συνήθη επιδερμικό τρόπο προσέγγισης, να επικαλούνται το παράδειγμα της πρώην Δυτικής Γερμανίας, να τους υπενθυμίσουμε το, προφητικό εν τέλει, άρθρο του επίτιμου προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας Σωτήρη Ρίζου, που αναφέρεται και στο «γερμανικό» παράδειγμα.
Επισήμανε λοιπόν ότι η σχετική δυνατότητα, απαγόρευσης κομμάτων, που θεσπίστηκε στο Σύνταγμα του 1949, της τότε Δυτικής Γερμανίας, εφαρμόστηκε δύο φορές, τη μία (1952) εναντίον νεοναζιστικού κόμματος, τη δεύτερη όμως (1956) εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος!
Εκτοτε, η συνταγματική αυτή πρόβλεψη περιέπεσε, επί της ουσίας, σε αδράνεια. Πρόσφατα μάλιστα, όπως ανέφερε ο κ. Ρίζος, το Συνταγματικό Δικαστήριο, που έχει τη σχετική αρμοδιότητα, απέρριψε σχετικό ένδικο μέσο της Ομοσπονδιακής Βουλής, με τον συλλογισμό, που δημιουργεί νομολογιακό δεδικασμένο, ότι δεν αρκεί ένα κόμμα να αποσκοπεί διακηρυκτικά στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά να διαθέτει «το απαιτούμενο βάρος να θέσει πράγματι, έστω και αφηρημένως, σε κίνδυνο το δημοκρατικό μας πολίτευμα»…