Η γενικότερη αίσθηση που υπήρχε, αποτυπωμένη και σε ιστορικές πραγματείες, στην ατμόσφαιρα της «δημοκρατικής γιορτής» της μεταπολίτευσης, ήταν πως οι εκλογές της 28ης Μαΐου 1967, αν τελικά πραγματοποιούνταν, θα έδιναν μια «καθαρή λύση» στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας, με την άνετη, αν μη θριαμβευτική, νίκη της Ενωσης Κέντρου, «αποκαθαρμένης» μάλιστα από την «πέμπτη φάλαγγα» των αποστατών.
Με ενισχυμένη μάλιστα την κεντροαριστερή πτέρυγα, υπό την άτυπη ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, θα μπορούσε να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, χωρίς προσκόμματα και «δούρειους ίππους» στο εσωτερικό της.
Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά. Για την ακρίβεια, το πολιτικό τοπίο κινούνταν σε «τεντωμένο σχοινί» και ο κίνδυνος εκτροπής παραμόνευε στη… γωνία του δρόμου.
Παρ’ ότι είχαν περάσει 20 χρόνια από την εμφύλια αναμέτρηση, η «κομμουνιστοφοβία» κυριαρχούσε στις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις, αυτές που σχηματικά αποκαλούνταν «αστικός πολιτικός κόσμος», συμπεριλαμβανομένης και της ηγετικής ελίτ της Ενωσης Κέντρου.
Το περίφημο «μνημόνιο» συνεννόησης μεταξύ των επικεφαλής των δύο τότε μεγάλων κομμάτων, Γεωργίου Παπανδρέου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του οποίου η γνησιότητα, τουλάχιστον ως προς το περιεχόμενό του, δεν έχει αμφισβητηθεί, απεικόνιζε αυτήν ακριβώς τη φοβία, υποχρεώνοντας πολιτικούς με αδιαπραγμάτευτη προσήλωση στις αρχές και τους κανόνες του κοινοβουλευτισμού, να προχωρούν σε παρασκηνιακές κινήσεις, ερήμην ακόμη και των στελεχών των κομμάτων τους, ώστε να ελεγχθεί με ένα τρόπο, η εκδήλωση της λαϊκής βούλησης.
Στους δε θεσμικούς και παραθεσμικούς «πυλώνες» της μετεμφυλιακής μας δημοκρατίας, όπως το Παλάτι, αλλά και η φυσική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, προχωρούσαν σε αναζήτηση λύσεων, έξω από το πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας, προκειμένου… να μην έρθει ο Ανδρέας, που θα φέρει τους κομμουνιστές.
Ο τότε υπασπιστής του βασιλιά Κωνσταντίνου, πρέσβης Δημήτρης Μπίτσιος -υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη μεταδικτατορική κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή- στο βιβλίο του «Στο όριο των καιρών» περιγράφει, με αφοπλιστική αμεσότητα, αν μη και κυνισμό, τις προσπάθειες παραμερισμού της λαϊκής θέλησης, για να το διατυπώσουμε όσο πιο κομψά γίνεται.
Στο ίδιο πνεύμα κινούνταν και η τότε ηγεσία της ΕΡΕ, αν και προσπαθούσε να περιχαρακώσει τις όποιες κινήσεις, στα αυστηρά όρια των Συνταγματικών προβλέψεων.
Εχει αποδειχθεί πλέον, σχεδόν δε έχει ομολογηθεί και από την τότε φυσική ηγεσία του Στρατεύματος (βλέπε και πρακτικά της δίκης των πρωταιτίων της χούντας), πως είχε διαμορφωθεί ένα είδος «χούντας των στρατηγών», που εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης, με τις «ευλογίες» του Κωνσταντίνου, αλλά μετά τις εκλογές και ανάλογα με το αποτέλεσμά τους.
Απλά τους πρόλαβαν οι συνταγματάρχες, που οι στρατηγοί θεωρούσαν «υπάκουους» στις δικές τους εντολές και αγνοούσαν ότι είχαν προ πολλού αυτονομηθεί…