Κρίσιμη για την οριστική επιλογή του κοινοβουλευτικού δρόμου στην Ελλάδα, μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, σε αντίθεση με το ισπανικό μοντέλο της δικτατορίας του Φράνκο, νομίζουμε πως ήταν η απόφαση του Αλέξανδρου Παπάγου για κάθοδο στην πολιτική.
Από μόνη της η απόφαση επικύρωνε τη δήλωση του στρατάρχη, που παραθέσαμε στο χθεσινό μας φύλλο, υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ως της μορφής πολιτεύματος και οργάνωσης της κοινωνικής και πολιτικής δομής, στη μετεμφυλιακή-μεταπολεμική Ελλάδα.
Η αντίδραση του τότε βασιλιά Παύλου (του «καλοκάγαθου») συνεπικουρούμενου από τη Φρειδερίκη, αποτελούσε απτό δείγμα μιας μοναρχικής αντίληψης, που παρέπεμπε σε απολυταρχικές μορφές οργάνωσης του θεσμού και πόρρω απείχε από τα καθεστώτα συνταγματικής μοναρχίας, που επικράτησαν στην Ευρώπη και επιβιώνουν ως σήμερα, ακριβώς γιατί περιορίζονται αυστηρά στα όρια που προδιαγράφει η ανά χώρα θεσμική τάξη.
Η φράση-εντολή του «καλοκάγαθου» Παύλου προς τον στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο «συλλάβετε τον στρατάρχη», θα ήταν αδιανόητη για αυτά τα ευρωπαϊκά κράτη, που διατηρούν τον θεσμό της μοναρχίας.
Ευτυχώς που ο «στρατηλάτης του Βίτσι και του Γράμμου», παρά το βαθύ συντηρητισμό και την προσήλωση στο μοναρχικό θεσμό και τους εκπροσώπους του, όρθωσε το ανάστημά του, καθώς δεν του απέλειπε το θάρρος.
Διαφορετικά δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων, αν λάβουμε υπόψιν ότι λίγο καιρό μετά την παραίτηση του Παπάγου από το στράτευμα και εν όψει της βέβαιης εμπλοκής του στα πολιτικά πράγματα, εκδηλώθηκε κίνημα, με επίκεντρο την ΑΣΔΕΝ, υποτίθεται προς υποστήριξη του στρατάρχη, τον Μάιο του 1951, το οποίο κατεστάλη εν τη γενέσει του, αποκλειστικά και μόνο χάρη στην καταλυτική παρέμβαση του ίδιου του Παπάγου.
Ο τελευταίος, αν και εκτός στρατεύματος, προσήλθε στον χώρο εκδήλωσης της στασιαστικής κίνησης και σε αυστηρό τόνο, που δε σήκωνε αντίρρηση, τους διέταξε να επιστρέψουν στους στρατώνες τους και στα αμιγώς στρατιωτικά τους καθήκοντα.
Ετσι διασώθηκε ο κοινοβουλευτισμός, αλλά η ατιμωρησία που εξασφαλίστηκε για τους τότε πρωταίτιους, παρά το ότι το πόρισμα της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης (το γνωστό ως «πόρισμα Ζωζωνάκη») ήταν καταπέλτης, άφησε ανοιχτούς λογαριασμούς, όπως φάνηκε και στη συνέχεια. Σημειώνεται ότι μεταξύ των κινηματιών ήταν και ο άγνωστος τότε λοχαγός Δημήτριος Ιωαννίδης…
Κάπως έτσι φτάσαμε σε αυτό που, με εξαιρετική ευστοχία, ο αείμνηστος Ηλίας Νικολακόπουλος χαρακτήρισε «καχεκτική δημοκρατία» και σ’ αυτή τη θεσμική ατροφία ο ρόλος του Παλατιού, υπήρξε καίριος.
Διαμορφώθηκε έτσι πρόσφορο περιβάλλον ώστε οι συνωμοτικές δράσεις και επιβουλές κατά της δημοκρατικής ομαλότητας, εντός του Στρατεύματος, να συνεχιστούν απρόσκοπτα, έστω και αν η σκυτάλη πέρασε στη «νεότερη γενιά».