Η συγκυρία που διανύουμε, τις πρώτες μέρες του 2023, παρουσιάζει πολλές αναλογίες, αν όχι ομοιότητες, με τις αντίστοιχες πρώτες μέρες του 2004.
Όπως τώρα, έτσι και τότε, η χρονιά που ξεκινούσε ήταν προεκλογική, εκ των πραγμάτων. Υπήρχαν όμως δύο κρίσιμες διαφορές. Τότε, η εκλογική αναμέτρηση προμήνυε κυβερνητική αλλαγή, επιπλέον δε ο «εκλογικός διάδρομος» είχε ξεκαθαριστεί από τις πρώτες μέρες του καινούργιου χρόνου, πριν καν ολοκληρωθεί ο εορταστικός κύκλος.
Ας πάμε όμως λίγο πιο πίσω. Όπως είδαμε σε προηγούμενη παρέμβαση, ο Κώστας Σημίτης, πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ από το 1996, είχε και στις προηγούμενες εκλογές, του 2000, ξεκαθαρίσει νωρίς το τοπίο.
Η επιλογή του μάλιστα εκείνη του βγήκε, έστω και αν χρειάστηκε να περάσει από «40 κύματα» μέχρι την τελική, απολύτως οριακή επικράτηση, στην πιο αμφίρροπη αναμέτρηση της μεταχουντικής εποχής.
Πρέπει δε να αναγνωρίσουμε ότι έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι, ακόμη και σ’ εκείνη την αναμέτρηση, με τις πολλές ενδιάμεσες ανατροπές, κέρδισε εν τέλει εκείνος που εξ αρχής πρόβαλε ως φαβορί, ακριβέστερα ως ο επικρατέστερος.
Η συνέχεια όμως δεν ήταν ανάλογη. Η φθορά είχε αρχίσει να καθίσταται εμφανής, από την επαύριο σχεδόν της εκλογικής αναμέτρησης. Η μακρά παραμονή του Κινήματος στην εξουσία, που σ’ αυτή τη φάση είχε ξεκινήσει από τον Οκτώβριο του 1993, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, είχε προκαλέσει αισθήματα κόπωσης, αν όχι και απώθησης στο εκλογικό σώμα. Τηρουμένων των αναλογιών, θύμιζε τη φράση που, το 1989, είπε στον Ανδρέα Παπανδρέου: «Πρόεδρε, δεν αρέσουμε».
Πεισματάρης ο Κώστας Σημίτης, που δε διανοούνταν ότι θα μπορούσε να χάσει από τον κατά πολύ νεότερο του Κώστα Καραμανλή, δεν εννοούσε να παραιτηθεί της προσπάθειας. Γι’ αυτό και την άνοιξη του 2001, σε μια συνεδρίαση του Εκτελεστικού Γραφείου, του Κινήματος, όταν άρχισε να διακινείται η φήμη περί παραίτησης του ξεκαθάρισε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου, πως… θα τιμήσει τη λαϊκή εντολή και θα είναι εκ νέου υποψήφιος για την πρωθυπουργία, στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Λίγο αργότερα όμως, καθώς μπαίναμε στο καλοκαίρι, της ίδιας χρονιάς, μια δημοσκόπηση της MRB, στο πλαίσιο των τακτικών, εξαμηνιαίων τάσεων της εταιρείας, εκτόξευσε τη διαφορά μεταξύ της προπορευόμενης ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, σχεδόν σε διψήφια τιμή. Για την, εθισμένη στην αέναη κατοχή της εξουσίας «νομενκλατούρα» του ΠΑΣΟΚ, η προοπτική της ήττας και μάλιστα στα όρια της συντριβής, προκάλεσε ένα είδος «πολιτισμικού σοκ».
Σε μια θυελλώδη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Γραφείου, που ακολούθησε, ακούστηκαν βαριές κουβέντες και η κριτική ξεπέρασε τα όρια, προκαλώντας την «έκρηξη» του συνήθως μειλίχιου Κώστα Σημίτη…