Όταν στερεύουν τα επιχειρήματα επιστρατεύεται ο… λαϊκισμός.
Στην υπόθεση των υποκλοπών μια «αναβάθμιση», καθώς οι «ρέκτες» του είδους ανακάλυψαν τον «συνταγματικό λαϊκισμό». Τι ενόχλησε εν προκειμένω τους αυτόκλητους «φρουρούς του Συντάγματος»; Η άποψη μερίδας συνταγματολόγων, ότι οι σχετικές αποκαλύψεις θέτουν ζήτημα παραίτησης του πρωθυπουργού!
Ποιοι είναι δε αυτοί που υπέπεσαν στο «θανάσιμο αμάρτημα»; Οι καθηγητές Γιώργος Σωτηρέλης, Ξενοφών Κοντιάδης και, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, Νίκος Αλιβιζάτος. Αλήθεια, είναι ο κ. Αλιβιζάτος λαϊκιστής, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως πρόσχημα το Σύνταγμα;
Μήπως και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που δεν έθεσε μεν ζήτημα παραίτησης, αλλά έκανε λόγο για «βαριά ευθύνη» του πρωθυπουργού;
Πού στηρίζεται όμως αυτή η επιχειρηματολογία που «αφήνει ξάγρυπνους» τους «φρουρούς» της θεσμικής τάξης; Μα σε αυτήν ακριβώς τη θεσμική τάξη, που προσδιορίζει την έννοια της πολιτικής ευθύνης. Την οποία ο πρωθυπουργός αναδέχθηκε με την υπαγωγή της ΕΥΠ απ’ ευθείας στο γραφείο του, δηλαδή σε εκείνον.
Δεδομένου ότι η πολιτική ευθύνη είναι αντικειμενική, δηλαδή προκύπτει αυτόματα από την ύπαρξη αρνητικών γεγονότων στο πεδίο αρμοδιοτήτων του, ανεξάρτητα από το βαθμό συμμετοχής ή και απλής γνώσης του πολιτικού προϊσταμένου.
Την ύπαρξη δε πολιτικής ευθύνης, τουλάχιστον ως προς την περίπτωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αναγνώρισε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, μόνο που την μετέθεσε στον μετακλητό του υπάλληλο. Τι λένε επ’ αυτού οι «αντιλαϊκιστές»; Αποδέχθηκε δε επιπλέον και τον εξ αντικειμένου χαρακτήρα της, αφού επιμένει ως σήμερα στη νομιμότητα των σχετικών πράξεων, προσδιορίζοντας ως πολιτικό σφάλμα ή «τεχνική αστοχία» ό,τι συνέβη.
Εάν υποθέσουμε ότι τον ρόλο προϊσταμένου της ΕΥΠ, είχε αναλάβει υπουργός, όπως συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, δε θα ζητούνταν εύλογα η παραίτησή του, μετά την αναγνώριση της «αστοχίας»; Θα ήταν κι αυτό «συνταγματικός λαϊκισμός»;
Αντιλαμβανόμαστε βεβαίως ότι με πολιτικούς όρους η παραίτηση ενός πρωθυπουργού είναι βαρύ πράγμα, παράγοντας πολύ πιο σοβαρές συνέπειες, απ’ ότι η αποχώρηση ενός υπουργού. Αλλά από πότε ο θεσμικός λόγος υποτάσσεται στο πολιτικό επιχείρημα ή σκοπιμότητα; Ποιος λαϊκίζει και ποιος συγχέει τη θεσμική προσέγγιση με την κομματική επιθυμία; Εκτός αν ο «κομματικός πατριωτισμός» είναι αποδεκτός στον επιστημονικό διάλογο.
Εν τέλει. Για την «ταμπακιέρα» θα μιλήσουν αυτές οι «ευαίσθητες ψυχές»;
ΛΕΥΤ. ΚΑΝΑΣ