Η λογική λέει ότι όσοι υποστηρίζουν πως ο Ταγίπ Ερντογάν θα
καταστεί παρίας στη διεθνή κοινότητα αν αποφασίσει να
προχωρήσει σε μία εχθρική ενέργεια προς την Ελλάδα, έχει
στοιχεία που «πατούν» στην πραγματικότητα. Όχι μόνο γιατί η
Ελλάδα δεν είναι Συρία ή Λιβύη, ούτε μόνο επειδή μία τέτοια τέτοια
κίνηση θα αποσταθεροποιούσε την νοτιοανατολική πτέρυγα του
ΝΑΤΟ –θα ισοδυναμούσε, δηλαδή, με ένα εξαιρετικό «δώρο»
προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν, που δύσκολα η Δύση θα μπορούσε να
ανεχθεί. Πέραν αυτών, επειδή ακριβώς η Ελλάδα δεν είναι Συρία ή
Λιβύη, είναι αυτονόητο ότι και επιχειρησιακά, δεν είναι καθόλου
δεδομένο ότι μία τέτοια εχθρική ενέργεια θα απέβαινε σε όφελος
της Τουρκίας –το ρίσκο, μ’ άλλα λόγια, είναι πολύ μεγάλο τόσο για
τον Ερντογάν όσο και για τον πρωταγωνιστή της «επόμενης
μέρας» στο τουρκικό πολιτικό σκηνικό, υπό την προϋπόθεση,
φυσικά, ότι θα χάσει ο Ερντογάν.
Βεβαίως, οι προκλήσεις δίνουν και παίρνουν, η εθνικιστική
ρητορική εκ μέρους της Άγκυρας κλιμακώνεται καθημερινά και
είναι αυτονόητο ότι ουδείς μπορεί να αποκλείσει ένα «ατύχημα»
στο Αιγαίο –πολλές φορές, εξάλλου, η κατάσταση έχει φτάσει στην
κόψη του ξυραφιού, όπως και προχθές με το σκάφος του
ελληνικού Λιμενικού και την τουρκική ακταιωρό, που παραλίγο να
εμπλακούν σοβαρά ανοιχτά της Σάμου.
Όμως, αν τελικώς αποφευχθεί το ατύχημα αυτό και έρθουν οι
τουρκικές εκλογές, τότε διανοίγεται ένα περιθώριο ευκαιρίας ώστε
να αφήσει ο Ερντογάν –ή ο διάδοχός του- πίσω του την άκρως
επιθετική ρητορική σε βάρος της χώρας μας και να προσπαθήσει
γενικώς να «εξωραΐσει» την εικόνα της Τουρκίας στα μάτια της
Δύσης. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε, ευλόγως και
αυτονοήτως, να συνδυαστεί και με την απόφαση Άγκυρας και
Αθήνας για επανέναρξη των επαφών και του διαλόγου μεταξύ των
δύο χωρών.
Ωστόσο, ίσως τότε, αν δημιουργηθούν αυτές οι ευνοϊκές για
διάλογο συνθήκες, να πρόκειται για έναν διάλογο εκ των προτέρων
ναρκοθετημένο. Βλέπετε, η κοινή γνώμη δεν αλλάζει άποψη από
την μία ημέρα στην άλλη. Η τουρκική κοινή γνώμη, λοιπόν, όπως
βλέπουμε από τις διαρκείς κορόνες Ερντογάν-Τσελίκ-
Τσαβούσογλου-Ακάρ έχει «εθιστεί», με τη συνδρομή διάφορων
παλαβών πολεμοχαρών σε τηλεοπτικές εκπομπές της γείτονος- σε
μία εθνικιστική λογική. Αντιστοίχως, η κυβέρνηση αλλά και τα
ελληνικά πολιτικά κόμματα έχουν εγκλωβιστεί στην ίδια ατζέντα
που θέτει ο Ερντογάν: ο πρωθυπουργός στέλνει «ηχηρά
μηνύματα» και η αντιπολίτευση ασκεί κριτική στην κυβέρνηση γιατί
δεν ζήτησε κυρώσεις, γιατί δεν επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στην
νοτιοανατολική Μεσόγειο στα 12 ναυτικά μίλια, γιατί δεν ενισχύει
την «αποτροπή» κτλ.
Όλα αυτά, είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά του Αιγαίου,
εγγράφονται στην συλλογική συνείδηση. Με πρώτιστη ευθύνη του
Ερντογάν, λοιπόν, όταν έρθει η ώρα να το «δουν αλλιώς» οι
–όποιες- ηγεσίες των δύο χωρών, τότε αυτά που λέγονται και
γράφονται σήμερα θα τα βρουν μπροστά τους. Και θα είναι πολύ
κρίμα, ειδικά αν στην επόμενη συγκυρία βρεθούν στα τιμόνια των
δύο χωρών ηγέτες που θέλουν να επιλύουν και όχι να παροξύνουν
προβλήματα.