Της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ για την κυριακάτικη Kontranews
Εδώ και αρκετά χρόνια και παρά την παραδοσιακά εγνωσμένη καίρια συμβολή των δικηγόρων στην απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης, η δικηγορική ιδιότητα χάνει σταδιακά αλλά σταθερά το κύρος με το οποίο εκ των πραγμάτων οφείλει να την περιβάλλει. Στις 28 και 29 Νοεμβρίου οι δικηγόροι ψηφίζουν για την ανάδειξη των εκπροσώπων τους στους κατά τόπους συλλόγους.
Σε συνθήκες ακραίας υγειονομικής κρίσης και διαχρονικής οικονομικής και θεσμικής απαξίωσης, μετά από πολλούς μήνες υποχρεωτικής α(ε)ργίας και υπολειτουργίας περίπου 45.000 συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης καλούνται να προσέλθουν στις κάλπες υπό καθεστώς έντονης αβεβαιότητας για το επαγγελματικό τους μέλλον, και με πλήθος σοβαρών εκκρεμοτήτων και προβλημάτων τα οποία φέρουν σήμανση «κατεπείγοντος».
Σε γενικές γραμμές:
• οι αμοιβές φθίνουν –ενίοτε σε βαθμό ευτελισμού της πραγματικής αξίας της παρεχόμενης υπηρεσίας·
• επί σειρά ετών, πολιτικές αποφάσεις διαδοχικών Κυβερνήσεων έχουν πρακτικά εξοβελίσει τους
δικηγόρους ακόμη κι από διαδικασίες στις οποίες η παρουσία τους κρίνεται λογικά και συστημικά απαραίτητη για τη διαφύλαξη πλήθους σημαντικών εννόμων συμφερόντων και δικαιωμάτων·
• οι όροι απασχόλησης δικηγόρων και ασκούμενων διαρκώς χειροτερεύουν, ενώ ακόμη και τα απολύτως στοιχειώδη ανελαστικά έξοδα που σχετίζονται με τη συντήρηση γραφείου και τη συνέχιση της
επαγγελματικής δραστηριοποίησης βαίνουν συνεχώς αυξανόμενα και καταλήγουν δυσβάσταχτα, ακόμη και για δικηγόρους με πολυετή και αξιοσημείωτη δράση στον χώρο·
• οι διάφορες υπηρεσίες με τις οποίες υποχρεούνται οι δικηγόροι να συναλλάσσονται προκειμένου να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις των εντολέων τους εν πολλοίς επιδεικνύουν δυσθυμία ή και απροθυμία εξυπηρέτησης, επιβάλλουν μακροχρόνια έως εξαντλητική αναμονή για τις δέουσες ενέργειες της διοίκησης, και εφαρμόζουν αντιφατικές και αλληλοαναιρούμενες ή αλληλοσυγκρουόμενες πρακτικές οι οποίες καταργούν κάθε αρχή ομοιόμορφης και ισότιμης εφαρμογής των κανόνων δικαίου·
• η αλλεπάλληλη σώρευση πλήθους φορολογικών και γραφειοκρατικών υποχρεώσεων των δικηγόρων διαρκώς προσθέτει δαιδαλώδεις υποχρεώσεις, επιβαρύνει την καθημερινότητα και επιδεινώνει τις ήδη δεινές οικονομικές συνθήκες του κλάδου·
• οι διαδοχικές και συχνά θεμελιακές τροποποιήσεις, ανακατατάξεις και αναδιαμορφώσεις ακόμη και επί καίριων νομοθετημάτων και διαδικασιών ακυρώνουν εξ ορισμού την ανθρωπίνως πεπερασμένη δυνατότητα των δικηγόρων να παραμένουν ενήμεροι ως προς τα εκάστοτε ισχύοντα·
• στις δικαστηριακές αίθουσες συχνά προκαλείται η εντύπωση ότι προτεραιοποιείται η τυπική διεκπεραίωση των υποθέσεων παρά η κατά το δυνατόν ενδελεχής αναζήτηση της αλήθειας και η απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης·
• παρά κάποιες ανεγέρσεις νέων δικαστικών μεγάρων, οι κτηριακές και υλικοτεχνικές υποδομές στην πλειονότητα των δικαστηρίων της επικράτειας δεν ανταποκρίνονται στο ελάχιστο στα πρότυπα ευρωπαϊκής χώρας, ενώ οι ελλείψεις σε εξειδικευμένους δικαστικούς υπαλλήλους παραμένουν εμφανείς·
• κατά σχήμα οξύμωρο, η περίφημη «επιτάχυνση της δικαιοσύνης»… σπεύδει βραδέως, ενώ πολλές από τις –καταρχήν καλοδεχούμενες ψηφιακές υπηρεσίες έχουν σχεδιαστεί και υλοποιηθεί ερήμην των δικηγόρων, με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες πλατφόρμες συχνά να περιπλέκουν παρά να διευκολύνουν τις διαδικασίες.
Ωστόσο, οι δικηγόροι στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν και χρονίζοντες «εσωτερικούς» κλυδωνισμούς. Ο κλάδος στερείται στιβαρής κεντρικής στρατηγικής και δυναμικής συντεχνιακής ομοψυχίας σε κρίσιμα ζητήματα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ελλιποβαρής, κατακερματισμένος και αδύναμος στους αγώνες και στις διεκδικήσεις του. Αρκετά συχνά, τα συμφέροντα και οι φιλοδοξίες των λίγων «καπελώνουν» τις επείγουσες ανάγκες και το μέλλον των πολλών, ενώ οι κομματικές παραταξιακές νοοτροπίες συντηρούν και διαιωνίζουν απαράδεκτες αγκυλώσεις. Βεβαίως, η αλυσιτελής και βλαπτική αυτή συνθήκη γίνεται εύκολα αντιληπτή από τους θεσμικούς συνομιλητές, οι οποίοι την εκμεταλλεύονται για να αποδυναμώσουν ποικιλοτρόπως και ακόμη περισσότερο την όποια δυνατότητα μόχλευσης διαθέτει ακόμη το δικηγορικό Σώμα, όπως άλλωστε αποδείχθηκε εξόφθαλμα κατά τη διελκυστίνδα μεταξύ κυβέρνησης και δικηγόρων στα θέματα ενίσχυσης του κλάδου στην περίοδο των lockdown. Ακόμη και για τα ζητήματα που τους αφορούν άμεσα, οι δικηγόροι όχι απλώς δεν είναι προνομιακοί συνομιλητές με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, αλλά τακτικά παραμερίζονται από τον διάλογο διά του αποκλεισμού από διαδικασίες στις οποίες και μπορούν αλλά και οφείλουν να εκφράσουν και να τεκμηριώσουν τις θέσεις του Σώματος.
Στη ιδιόλεκτό τους, οι δικηγόροι χρησιμοποιούν πολύ συχνά και με σκωπτική πικρία την τετριμμένη επωδό «δεν ακούγεστε», με την οποία τα δικαστήρια επιβάλλουν συνοπτικά και ανελαστικά τη (δικαιολογημένη ή μη) άρνηση ακρόασης. Εντούτοις, οι δικηγόροι «δεν ακούγονται» όχι μόνο στις αίθουσες των δικαστικών μεγάρων, αλλά ούτε στις υπηρεσίες, ούτε στα κέντρα λήψης αποφάσεων, ούτε στις ζυμώσεις ενόψει εξελίξεων που τους αφορούν άμεσα ή έμμεσα.
Πρόκειται για μείζον πρόβλημα που κινδυνεύει πλέον να παγιωθεί ως μόνιμη και ανυπέρβλητη κατάσταση. Στις προσεχείς αρχαιρεσίες, τα μέλη του δικηγορικού Σώματος οφείλουν με υψηλό αίσθημα ευθύνης για το ίδιο το μέλλον του κλάδου να κρίνουν προτάσεις και να επιλέξουν ηγεσίες με γνώμονα τη μαχητικότητα και το ήθος, τη σοβαρότητα και την επίγνωση των προβλημάτων, και την ανεξαρτησία από ανεξόφλητα πολιτικά γραμμάτια. Μιλώντας πρωτίστως ως συνάδελφος, προσδοκώ να φανούμε αντάξιοι της κρίσιμης συγκυρίας.
Βουλευτής Α’ Αθηνών ΜέΡΑ25