Ο απολογισμός της επίσκεψης Τσαβούσογλου στην Ελλάδα είναι εμφανώς θετικός, τουλάχιστον για όσους ξέρουν να εκτιμούν ως σημαντική τη «νηνεμία» στα ελληνοτουρκικά. Άλλωστε, κάθε φορά που τα πράγματα κινούνται στην κόψη του ξυραφιού, αυξάνονται οι πιθανότητες κάποιου «ατυχήματος» της δημιουργίας τετελεσμένων, ενώ ταυτοχρόνως ενισχύεται η αίσθηση ανασφάλειας που αφορά στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο -μία αίσθηση που, αυτονοήτως, δεν βοηθά στις καλές επιδόσεις του τουρισμού.
Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, το γεγονός ότι οι κκ. Δένδιας και Τσαβούσογλου κράτησαν χαμηλούς τόνους καίτοι αναγνώρισαν τις μεγάλες διαφορές και διαφωνίες που χωρίζουν τις δύο χώρες, είναι αναμφίβολα θετικό.
Εξάλλου, όπως συνομολογούν όλοι οι αναλυτές, η Τουρκία βρίσκεται σε μία συγκυρία που δίνει «εξετάσεις» και προσπαθεί να καταστεί εκ νέου συνομιλητής της Δύσης -και δη των ΗΠΑ. Ενόψει, λοιπόν, της προγραμματισμένης συνάντησης του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν με τον Τούρκο ομόλογό του, Ταγίπ Ερντογάν, σε δύο εβδομάδες στις Βρυξέλλες, είναι λογικό και επόμενο να δείχνει η Άγκυρα «καλό πρόσωπο» και να προσπαθεί να αποδείξει πως δεν πρόκειται για τον… «ταραξία» της Μεσογέιου.
Όμως, αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα. Και όταν η Άγκυρα επιστρέψει στην οδό των προκλήσεων, τότε κινδυνεύουμε ως χώρα να βρεθούμε στην ίδια κατάσταση: να ευχόμαστε κάθε μέρα να μην γίνει κάποια «στραβή» στο Αιγαίο, ενόσω θα προσπαθούμε να πείσουμε -χωρίς επιτυχία- τους Ευρωπαίους εταίρους μας να σφίξουν τον κλοιό προς την Τουρκία.
Σε απλά ελληνικά, η περίοδος που έχει ξεκινήσει προσφέρεται για την υλοποίηση μίας νέας εξωτερικής πολιτικής στα ελληνοτουρκικά. Μίας πολιτικής που δε θα περιορίζεται στο να συνεχίζουν η Ελλάδα και η Άγκυρα να κάνουν πετάλι, για να μην πέσει το ποδήλατο των ελληνοτουρκικών. Μίας πολιτικής, για παράδειγμα, που θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί τις «εξετάσεις» που δίνει η Άγκυρα, αλλά και το αίτημά της προς τις Βρυξέλλες για αναβάθμιση της τελωνειακής σύνδεσης Ευρώπης-Τουρκίας. Αυτό, αν και δεν είναι αντίστοιχο με το ευρωπαϊκό «όνειρο» που είχε ο Ερντογάν και η τουρκική αστική τάξη στα πρώτα χρόνια της ηγεσίας του νυν προέδρου της χώρας, είναι πάντως ένα σοβαρό κίνητρο ώστε η Τουρκία να σκεφτεί δυο και τρεις φορές να βάλει νερό στο κρασί της. Με άλλα λόγια, αν η ελληνική διπλωματία καταφέρει να συνδέσει την τελωνειακή ένωση με την ρητή υποχρέωση της Τουρκίας να αποδεχθεί προσφυγή στη Χάγη για τις ελληνοτουρκικές εκκρεμότητες, τότε η Ελλάδα θα έχει ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η στήλη δεν ξέρει -και δεν έχει και καμία σημασία- αν πρόκειται για το «Ελσίνκι plus» ή κάτι σχετικό. Είναι, όμως, μία πρόταση που σίγουρα μπορεί να αποδώσει περισσότερο από το υποτιθέμενο «φόβητρο» των ευρωπαϊκών κυρώσεων, που πλέον μόνο θυμηδία προκαλεί στην Άγκυρα.