«Απόλυτη δικαίωση». Αυτές οι λέξεις εκφράζουν πλήρως τη στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να επιλύσει το χρόνιο πρόβλημα στις σχέσεις της Αθήνας με τα Σκόπια, ένα πρόβλημα που δηλητηρίαζε τη θέση της χώρας μας στα Βαλκάνια για δεκαετίες, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα στην Άγκυρα να επιχειρεί «διεισδύσεις» στην περιοχή.
«Η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν μία ιστορική Συμφωνία, κάτι το οποίο αντιλαμβάνονται όλοι πλέον, ακόμα και αυτοί που μας κατηγορούσαν», είπε χαρακτηριστικά χθες ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη συνάντηση που είχε με τον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας, Ζόραν Ζάεφ. Ο τέως πρωθυπουργός πρόσθεσε ότι «το βήμα αυτό άλλαξε την περιοχή και πρέπει να διατηρήσουμε τη δυναμική που δημιούργησε για τη σταθερότητα και την ενταξιακή διαδικασία». Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας τόνισε ότι «σήμερα πλέον, η κυβέρνηση είναι πολύ υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών».
Στο πλαίσιο αυτό η εκκρεμότητα της επικύρωσης των τριών μνημονίων συνεργασίας αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ως… θερμόμετρο πλέον των εσωκομματικών ισορροπιών της δεξιάς πολυκατοικίας, από τη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει, αναγκαστικά, αφήσει πίσω του την περίοδο της ανεύθυνης, λαϊκιστικής αξιωματικής αντιπολίτευσης των άναρθρων και υπερεθνικιστικών κραυγών, προκειμένου να πληγεί η τότε κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Ενδεικτικές οι δηλώσεις του σημερινού πρωθυπουργού που ζήτησε από τον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας την «πλήρη, συνεπή και καλή τη πίστει εφαρμογή της Συμφωνίας Πρεσπών» που τη χαρακτήρισε ζωτικής σημασίας. Έχοντας πλέον «ξεχάσει» τα όσα έλεγε το κόμμα του περί προδοτικής συμφωνίας κ.λπ., ο κ. Μητσοτάκης, ως πρωθυπουργός της χώρας, οφείλει να φέρει άμεσα (ήδη η μεγάλη καθυστέρηση έχει αρνητικές συνέπειες σε σειρά λειτουργικών ζητημάτων της Συμφωνίας) προς επικύρωση στη Βουλή των μνημονίων συνεργασίας.
Οποιαδήποτε επιπλέον καθυστέρηση καταγράφεται ως επικίνδυνη και ανεύθυνη διακυβέρνηση, καθώς βάζει το κομματικό συμφέρον πάνω από τον τόπο.