Του Σπύρου Σουρμελίδη από την Κυριακάτικη Kontranews
H στρατηγική του Ελσίνκι (1999) οδηγούσε στο Δικαστήριο της Χάγης την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, υποστηρίζει ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος αυτή τη φορά αποφάσισε να απαντήσει στον Κώστα Σημίτη.
Ο κ. Σημίτης τον κατηγορεί εδώ και χρόνια ότι είχε εγκαταλείψει την στρατηγική της Συμφωνία του Ελσίνκι βάσει της οποίας για να ξεκινήσει η ενταξιακή διαβούλευση της Τουρκίας με την ΕΕ, έπρεπε πρώτα να επιλύσει τις διαφορές με την Ελλάδα, με προσφυγή στην Χάγη. Γιατί αποφάσισε τώρα να απαντήσει ο Καραμανλής; Γιατί είμαστε και πάλι σε διαπραγμάτευση με την Τουρκία, και ο Κ. Καραμανλής θέλει να πάρει αποστάσεις από την τακτική και τη διπλωματία του… Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι αναφορές άλλωστε του Κ. Σημίτη, δεν είναι ούτε άκαιρες ούτε «αθώες» πολιτικά. Και το τελευταίο διάστημα έρχονται πάντα υποστηρικτικά, σε στιγμές κρίσιμες και δύσκολες για τον… Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η διάσταση απόψεων Σημίτη – Καραμανλή είναι γνωστή, είναι παλιά και απηχεί μια γενικότερη διάσταση απόψεων για τον τρόπο διαχείρισης των αντιθέσεων με την Τουρκία. Μπροστά στις τεκτονικές αλλαγές που ζούμε, οι διαφορετικές αυτές απόψεις ίσως και να έχουν μικρή σημασία πλέον. Η Τουρκία δεν έχει σχέση με την Τουρκία του 1999-2004, ούτε ο Ερντογάν είναι ο ίδιος με αυτόν του 2003. Το θέμα της προσφυγής στη Χάγη, για την διευθέτηση της ελληνοτουρκικής διαφοράς, δεν φαίνεται να είναι και τώρα στις επιδιώξεις της Άγκυρας.
Είναι όμως στις επιδιώξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη που ακολουθεί κατά γράμμα την διπλωματία και τις θέσεις του Κ. Σημίτη. Η προσφυγή στην Χάγη είναι μια αρχή που συμφώνησε και με την Αλβανία για την διευθέτηση της διαφοράς, ενώ το προτείνει και στην… Λιβύη, προκειμένου να ορισθεί ΑΟΖ μεταξύ των δυο χωρών.
Το μεγάλο ερώτημα βεβαίως είναι το ποια ακριβώς θέματα θα δεχθούμε να διευθετήσει το Διεθνές Δικαστήριο, Ειδικά με την Τουρκία που ζητά να απεμπολήσουμε ένα σωρό δικαιώματα που αφορούν και στην κυριαρχία της χώρας (το δικαίωμα της να αμύνεται).
Όπως όμως είπαμε από την αρχή, στο στόχαστρο των δύο πρώην πρωθυπουργών δεν είναι οι διπλωματικοί χειρισμοί, αλλά η εσωτερικές αντιθέσεις.
Το συμπέρασμα είναι ότι η κυβερνητική παράταξη, ειδικότερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ζει μέσα στις αντιφάσεις της. Άλλα πρεσβεύει και προωθεί ο πρωθυπουργός, άλλα οι πρώην πρωθυπουργοί Κ. Καραμανλής και Α. Σαμαράς. Η έκπληξη ήρθε από τον Κώστα Καραμανλή που αποφάσισε να απαντήσει στον Μητσοτάκη… μέσω Σημίτη.
Ο Κώστας Καραμανλής έχοντας δει τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά ήθελε να εκφράσει τις ενστάσεις του για την διαφαινόμενη εξέλιξη -αρνητική κατά βάση- ιδίως σε περίπτωση που ο Κ. Μητσοτάκης οδηγηθεί σε μία συμφωνία με την Τουρκία ή σε κατά αρχήν συμφωνία η οποία θα έχει και προσφυγή στην Χάγη. Όπως γράφαμε στις 31.1.21, δεν αποκλείεται να υπάρξει κίνηση Καραμανλή με την οποία θα πάρει αποστάσεις από την ακολουθούμενη πολιτική στα ελληνοτουρκικά. Μια κίνηση που δεν θα είναι άσχετη με τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα, για τα οποία εκφράζει την έντονη ανησυχία του τα τελευταία χρόνια.
Η αναφορά του Σημίτη στο παρελθόν, στα πεπραγμένα της κυβέρνησης Καραμανλή, σε αντίθεση με τις δικές του επιλογές, ήταν ένας τρόπος να στηρίξει τις επιλογές Μητσοτάκη, τις οποίες γνωρίζει από πρώτο χέρι. Έδωσε όμως και την δυνατότητα στον Κ. Καραμανλή να στείλει τα μηνύματά του στον Μητσοτάκη.
Ενα βιβλίο και μια απάντηση
Ο Κ. Σημίτης σε ένα άρθρο στα ΝΕΑ (3.4.21) δίνει μια πρώτη γεύση για το νέο βιβλίο του «Η στρατηγική του Ελσίνκι, 20+1 χρόνια μετά», όπου διηγείται πώς φτάσαμε στην αποδοχή των ελληνικών θέσεων, στο Ελσίνκι (1999). Σε αυτό επικρίνει και πάλι τον Κ. Καρμανλή για την εγκατάλειψη της στρατηγικής του Ελσίνκι. Γράφει μεταξύ αλλων ο κ. Σημίτης: «Τον Δεκέμβριο του 2004, όταν σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, πραγματοποιήθηκε η σύνοδος Κορυφής για να αποφασιστεί η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπουσε ο νέος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Δυστυχώς, στη σύνοδο αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, παρ’ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Ο κ. Καραμανλής και η κυβέρνηση της ΝΔ, σε αντίθεση με τις μεγαλοστομίες της εποχής της αντιπολίτευσης, έδειξαν εξαρχής δείγματα μίας γενικευμένης απάθειας απέναντι στις εξελίξεις…
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν προέβαλε την ένσταση για για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αποδέχθηκε έτσι την έναρξη διαπραγματεύσεων με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές»…
Στην απάντηση του ο Κ. Καραμανλής αναφέρει μεταξύ άλλων: «Συνεχίζει ο κ. Σημίτης να γράφει για τη λεγόμενη «επιτυχία» του Ελσίνκι. Έχω πάντα επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο αυτές οι δημόσιες τοποθετήσεις διευκολύνουν τον χειρισμό κρίσιμων εθνικών θεμάτων και, μάλιστα, σε μια δύσκολη φάση τους που είναι τώρα σε εξέλιξη. Όμως, η εμμονή και η συνεχής επανάληψη επιβάλλουν να ειπωθούν τελικά κάποια πράγματα, για λόγους ιστορικής ακρίβειας. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: η δήθεν «επιτυχημένη» στρατηγική του Ελσίνκι οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης!
Από τα Ίμια μέχρι το Ελσίνκι, η κυβέρνηση Σημίτη ζητούσε ουσιαστικά από ΗΠΑ και Ευρωπαίους εταίρους να ωθήσουν την Τουρκία να προσφύγει στη Χάγη εναντίον μας για τα Ίμια και τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες».
Φρόντιζε να συμπεριληφθούν αντίστοιχες προβλέψεις στα επίσημα Ευρωπαϊκά κείμενα. Δεν έχει ξανασυμβεί κράτος, και μάλιστα Ευρωπαϊκό, να ζητά από όλον τον κόσμο να θέσει τρίτο κράτος σε δικαστική αμφισβήτηση την εδαφική του ακεραιότητα! Με τη συμφωνία της Μαδρίτης τον Ιούλιο 1997, έγινε και ένα ακόμα σοβαρό ολίσθημα. Αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο…».
Και συνεχίζει: «Το 1999 με το Ελσίνκι, η ΕΕ ως Πόντιος Πιλάτος θα προωθούσε την προσφυγή της Τουρκίας στη Χάγη εναντίον μας για «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα», μέχρι τα τέλη του 2004! Όχι μόνο για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ που είναι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974. Και όχι από κοινού με την Ελλάδα με συνυποσχετικό. Μονομερώς! Δηλαδή, η Τουρκία θα προσδιόριζε μόνη της τα επίδικα θέματα. Και, καθώς η Ελλάδα αποδεχόταν ακόμα τότε την υποχρεωτική δικαιοδοσία της Χάγης, δεν θα είχε επιλογή».
Στο τέλος ο κ. Καραμανλής εκφράζει την κάθετη διαφωνία του με τέτοια τακτική τονίζοντας ότι «η μόνη διαφορά που πρέπει αν συζητά η Ελλάδα είναι υφαλοκρηπίδα/ ΑΟΖ».