Το γεγονός ότι έπειτα από σχεδόν έναν χρόνο «ισορροπίας του τρόμου» στην ανατολική Μεσόγειο, Ελλάδα και Τουρκία πάνε να αποκαταστήσουν κάποια στοιχειώδη κανάλια επικοινωνίας μεταξύ τους, είναι αναμφίβολα θετικό. Γιατί, όταν οι χώρες δεν μιλάνε μεταξύ τους και η διπλωματία δεν παίζει τον κυρίαρχο ρόλο, τότε αφενός αγοράζουν εξοπλισμούς, αφετέρου πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος «ατυχήματος». Και, αν δει κανείς τα νούμερα της διάτρητης σύμβασης που ψηφίστηκε την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή για τα Rafale, θα καταλάβει ότι η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να επενδύει σε «κανόνια» -πριν τουλάχιστον να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια διαλόγου.
Καλώς, λοιπόν, να βρεθούν οι πρέσβεις των δύο χωρών την ερχόμενη Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη. Καλώς να οριστεί και ραντεβού των υπουργών Εξωτερικών και να δούμε τους κκ. Νίκο Δένδια και Μεβλούτ Τσαβούσογλου να κάθονται στο ίδιο τραπέζι. Καλοδεχούμενη ακόμη και μία συνάντηση κορυφής, μεταξύ του έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του τούρκου προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν.
Είπαμε: όλα αυτά είναι καλοδεχούμενα. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο: η κυβέρνηση έχει στόχο πίσω από την αναθέρμανση των επαφών ή πηγαίνει με την τακτική του «βλέποντας και κάνοντας» και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, γνωρίζοντας ότι όσο οι δύο χώρες κάθονται στο τραπέζι του διαλόγου, τόσο θα είναι σε ύφεση οι τουρκικές προκλήσεις; Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο δεύτερο συμπέρασμα. Μπορεί ο πρωθυπουργός να έχει διαμηνύσει πολλάκις ότι ο δρόμος προς τη Χάγη είναι ανοιχτός, όμως ουδόλως βέβαιο είναι πως η κυβέρνηση έχει αποφασίσει στρατηγικά να οδηγήσει τα πράγματα εκεί.
Με άλλα λόγια, την ώρα που η Τουρκία θα προσέλθει με μία πολύ συγκεκριμένη ατζέντα και με καθορισμένες στρατηγικές επιδιώξεις στο τραπέζι των συζητήσεων, η Ελλάδα θα είναι συνεπής στο ραντεβού της, αλλά χωρίς να έχει στρατηγική: εντάξει, θα πάει για να πείσει την Ουάσινγκτον, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες ότι δεν έχει δίκιο η Άγκυρα όταν κατηγορεί την Αθήνα πως «αποφεύγει τον διάλογο». Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: για ποιο πράγμα πηγαίνει στις διερευνητικές η Ελλάδα; Ξέρει τί θέλει και μέχρι πού μπορεί να πάει η κυβέρνηση; Και, αν υποτεθεί ότι μπορεί να βρεθεί ενας συμβιβασμός μεταξύ των δύο χωρών, θα μπορέσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να τον επωμιστεί πολιτικά, να τον «πουλήσει» στην κοινή γνώμη, αλλά και να πείσει την δική του παράταξη για την ανάγκη να προωθηθεί ο συμβιβασμός αυτός; Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Η κυβέρνηση πηγαίνει σε διάλογο «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» -που θα ‘λεγε και η Ρεζάν- και αυτό προφανώς δεν δείχνει ούτε σοβαρότητα, ούτε όμως αίσθηση στρατηγικής και διορατικότητας.