Της Ελένης Τσερεζόλε
«Αν επιστρέψουμε με τον κ. Τσιόδρα, τότε δεν θα είναι για καλό», είχε πει στις 24 Μαΐου ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας, κ. Νίκος Χαρδαλιάς. Η επανεμφάνιση λοιπόν του «εθνικού λοιμωξιολόγου» στο πλευρό των κ.κ. Χαρδαλιά και Μαγιορκίνη, το απόγευμα της Τρίτης, 27 Οκτωβρίου, την ημέρα που τα κρούσματα του κορωνοϊού στη χώρα μας ξεπερνούσαν το ψυχολογικό όριο των χιλίων, φθάνοντας στα 1.259, ήταν κακό σημάδι για την πορεία της πανδημίας. Ήταν όμως μια επιστροφή με πολλά «φάουλ», με επίκεντρο την ενοχοποίηση των πολιτών για τις αρνητικές εξελίξεις.
Ενδυόμενος έτσι τον μανδύα του υπουργού Μεταφορών, ο καθηγητής πήρε την πρωτοβουλία να απαλλάξει των ευθυνών της την κυβέρνηση για το κρίσιμο θέμα της μη παρέμβασή της στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, εγκαταλείποντας τους επιβάτες, πατείς με πατώ σε, σε λεωφορεία και μετρό. Με το γνωστό του μειλίχιο ύφος, ως επαΐων επί των συγκοινωνιών, ο λοιμωξιολόγος κ. Τσιόδρας ξεκαθάρισε ότι «είναι αδύνατο αυτή τη στιγμή να επενδύσουμε σε περισσότερη και μεγαλύτερη άνεση στα μέσα μεταφοράς», προσθέτοντας ένα «γνωρίζω ότι προσπαθούν», για να κολακέψει την κυβέρνηση, κάνοντας παράλληλα έκκληση προς τους πολίτες να αποφύγουν «όσο είναι εφικτό τον συνωστισμό στα μέσα μεταφοράς», σαν ο συνωστισμός αυτός να οφείλεται στους επιβάτες και όχι στο επιτελικό, κατά άλλα, κράτος που αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του και να παρέμβει.
Δεν έμεινε όμως μόνο στο… «ξέπλυμα» της κυβέρνησης, αλλά έγινε και… φιλοσοφικός. Είπε ότι τώρα είναι η «ώρα της συνείδησης, να μιλήσουν οι καρδιές, δεν μετράνε τα δικά μου λόγια όσο η δική σας ελεύθερη επιλογή». Ανέξοδες δηλαδή κουβέντες, που όμως περνούν ξανά το κυβερνητικό μήνυμα: η ευθύνη για την πανδημία πέφτει στην πλάτη των θυμάτων της, των πολιτών.