Στην ελληνική εξωτερική πολιτική ανέκαθεν υπήρχαν δυο σχολές: η σχολή της «ακινησίας» και η δημιουργική σχολή άσκησης διπλωματίας. Η πρώτη είχε ως στρατηγικό της δόγμα την ανάγκη διατήρησης του «status quo» σε όλα τα μέτωπα. «Δεν ανοίγουμε θέματα και δεν θέλουμε να αλλάξει τίποτα», είναι μια φράση που περιγράφει ανάγλυφα την νοοτροπία των θιασωτών αυτής της σχολής.
Από την άλλη πλευρά, η δημιουργική σχολή άσκησης εξωτερικής πολιτικής, που είχαμε πολλά χρόνια να την δούμε στην Ελλάδα, έλαβε σάρκα και οστά από την προηγούμενη κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα και υπουργούς Εξωτερικών πρώτα τον Νίκο Κοτζιά με την σπουδαία παρακαταθήκη που άφησε στο υπουργείο Εξωτερικών και την Ιστορία, και μετά με τον Γιώργο Κατρούγκαλο. Η Ελλάδα έλυσε μία από τις μεγαλύτερες εκκρεμότητες με τους γείτονές της, ανέκτησε τον ηγετικό της ρόλο στα Βαλκάνια, συγκρότησε τετραμερείς και τριμερείς συνεργασίες, έδωσε «σάρκα και οστά» στο «μέτωπο του Νότου» στην Ευρώπη (που έστειλε στις ελληνικές καλένδες ο γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν) ενώ έφτασε στο σημείο να αποτελεί την άτυπη γέφυρα μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ. Επίσης, έθεσε το Κυπριακό στη σωστή του βάση, δηλαδή υπενθύμισε σε όλη την διεθνή κοινότητα ότι αποτελεί πρόβλημα εισβολής και κατοχής και όχι διαμοιρασμού των εσόδων από τις εξορύξεις –κάτι που ορισμένοι ακόμη και στην ίδια την Κύπρο φαίνεται να ξεχνούν εσχάτως.
Παρότι είναι πολύ νωρίς για να εκτιμήσει κανείς ποια εξωτερική πολιτική θα ασκήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τα πρώτα δείγματα δυστυχώς δεν είναι καλά και όλα δείχνουν ότι επιστρέφουμε στην εξωτερική πολιτική της ακινησίας –αυτή που είχε οδηγήσει ακόμη και Έλληνες πρωθυπουργούς να αγνοούνται σε δωμάτια ξενοδοχείων όταν γράφονταν κρίσιμες σελίδες στην ιστορία του Κυπριακού.
-Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπήκε στον κόπο να υπενθυμίσει στον τούρκο πρόεδρο ότι η Ελλάδα δεν δέχεται μύγα στο σπαθί της αναφορικά με το Αιγαίο.
-Επίσης, δεν μπήκε στον κόπο ούτε να κρύψει τη διαφωνία του με τον πρόεδρο Αναστασιάδη, υιοθετώντας στάση «χλιαρής» στήριξης της Κύπρου από την Ελλάδα.
-Σαν να μην έφταναν αυτά, η Ελλάδα έπαθε… σχεδόν αφωνία όταν ο Ερντογάν εισέβαλε στην Συρία, με τον υπουργό Εξωτερικών να κάνει λόγο για «λάθος» και να χαρακτηρίζει όσα γίνονται εκεί «αστεία» -είμαστε βέβαιοι ότι οι Κούρδοι, την ίδια ώρα, δεν γελούσαν καθόλου.
-Και το αποκορύφωμα: στη Σύνοδο Κορυφής της περασμένης εβδομάδας, η Ελλάδα δεν μπήκε στον κόπο να στηρίξει ενεργά την ενταξιακή πορεία των δυτικών Βαλκανίων, παρότι κάθε άνεμος αποσταθεροποίησης στην περιοχή πλήττει πρώτα και κύρια τη δική μας χώρα. Ο πρωθυπουργός δεν έγινε γνωστό να είχε κάποια επαφή με τον πρόεδρο Μακρόν, ενώ νωρίτερα επί της ουσίας είχε βοηθήσει στο «άδειασμα» της Βόρειας Μακεδονίας, αποδεχόμενος την γερμανική πρόταση να εξεταστούν «πακέτο» οι υποψηφιότητες της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας.
-Τέλος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υπό το βάρος των εσωκομματικών πιέσεων ή ενδεχομένως όσων έλεγε προεκλογικά, χρειάστηκε να περιμένει 4 ημέρες ώσπου να ξεκαθαρίσει εκ νέου ότι η Αθήνα στηρίζει τα Σκόπια στον ευρωπαϊκό τους δρόμο. Και όταν το είπε, κατέστησε σαφές ότι το λέει από υποχρέωση και όχι γιατί το πιστεύει. Άλλωστε, αν το πίστευε, δε θα άφηνε την Ιταλία να παίρνει πρωτοβουλίες επανεκκίνησης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ούτε θα περίμενε από τον αντιπρόεδρο της Ευρωβουλής Δημήτρη Παπαδημούλη να κινητοποιήσει όλες τις πολιτικές ομάδες της Ευρωβουλής για το σημερινό ψήφισμα υπέρ της ενταξιακής πορείας της Βόρειας Μακεδονίας.
Αν δεν είχε παρεμβληθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και η ενεργός, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, τότε η εξωτερική πολιτική της «αφωνίας» και το «δόγμα Μολυβιάτη» που ασκεί η σημερινή κυβέρνηση θα μπορούσε να ειδωθεί και ως «συνέχεια του κράτους». Μόνο που επειδή οι προηγούμενοι έβαλαν πολύ ψηλά τον πήχυ στην εξωτερική πολιτική, τώρα ταιριάζει μόνο μία διαπίστωση: η επιστροφή στο «δόγμα της ακινησίας» στην εξωτερική πολιτική ούτε πρέπει, ούτε ταιριάζει πλέον στην Ελλάδα.