Απολύτως δικαιολογημένο είναι το ξέσπασμα των δικαστών για την απόπειρα των κομμάτων της αντιπολίτευσης να απαξιώσουν το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Σε καμία πολιτισμένη χώρα του κόσμου δεν γίνεται αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης η επιλογή της ηγεσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου, ούτε χρησιμοποιείται η Δικαιοσύνη ως όχημα για προπαγάνδα, παραμονές εκλογών.
Η αμφισβήτηση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης του συνταγματικού δικαιώματος της κυβέρνησης να τοποθετήσει νέα ηγεσία στον Άρειο Πάγο, συνιστά απαξίωση για τους κορυφαίους δικαστές που επελέγησαν από τη Βουλή των Ελλήνων.
Πολύ περισσότερο η άρνηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για εξεύρεση συναινετικής λύσης δείχνει μια καθεστωτική νοοτροπία που έχει σχέση με τις πρακτικές χειραγώγησης της Δικαιοσύνης, τις οποίες είχαν ανάγει σε δόγμα οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.
Το ζήτημα με τη νέα ηγεσία του Αρείου Πάγου ξεκαθαρίζει οριστικά και σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου που θα συγκαλέσει τις επόμενες μέρες ο πρωθυπουργός θα ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις.
Πάντως οι δικαστές με μια σκληρή ανακοίνωσή τους, επιχειρούν να επαναφέρουν στην τάξη αυτούς που υπονομεύουν το κύρος της Δικαιοσύνης.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, με αφορμή:
– την απαξιωτική για την ανεξαρτησία και το κύρος της Δικαιοσύνης πολιτική αντιπαράθεση σχετικά με την επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την παρούσα κυβέρνηση ή την επόμενη λόγω της αναγγελθείσας προκήρυξης πρόωρων εκλογών και
– τα δημοσιεύματα του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου, σύμφωνα με τα οποία αβάσιμα υποστηρίζεται ότι καταβάλλεται προσπάθεια η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να διευκολύνει με την παραίτησή της, πριν τη λήξη της θητείας της, την επιλογή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από την παρούσα κυβέρνηση, συνδέοντας αυτή της την ενέργεια με ανύπαρκτα ωφελήματα που δήθεν έχει λάβει συγγενικό της πρόσωπο:
– καλεί τους εκπροσώπους του πολιτικού, αλλά και του δημοσιογραφικού κόσμου, να παύσουν να προσβάλουν τη δικαιοσύνη και τους ταγούς της προς όφελος πολιτικών σκοπιμοτήτων και
– υποστηρίζει κάθε επιλογή για την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων που θα διασφαλίζει την ευρύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση και πολιτική συναίνεση και θα θωρακίζει τη δικαστική ανεξαρτησία, ως κεντρικό πυλώνα της δημοκρατίας.
Aπάντηση ΝΔ
Αρνητικά απαντά η ΝΔ στην επιστολή Καλογήρου στη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων ανώτατων δικαστικών λειτουργών τονίζοντας ότι «δεν είναι δυνατόν να συναινέσει σε μια εξόφθαλμα αντιθεσμική διαδικασία». «Ο διορισμός της ανώτατης Δικαιοσύνης από την παρούσα κυβέρνηση θα ήταν πράξη αντισυνταγματική και παράνομη» σημειώνεται στην απάντηση στην οποία αναφέρεται ότι δια της επιστολής του ο υπουργός Δικαιοσύνης αναγνωρίζει ότι εγείρεται πολιτικό ζήτημα.
Ο αρμόδιος τομεάρχης Δικαιοσύνης της ΝΔ, Νίκος Παναγιωτόπουλος, απαντώντας στη σχετική επιστολή του Υπουργού Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου, σημειώνει ότι το σχετικό αίτημα για συναίνεση στον διορισμό ανώτατων δικαστικών λειτουργών, τυχόν παράνομη επιλογή των ανωτάτων δικαστικών όπως αυτή που προτείνει, θα οδηγούσε σε βέβαια ακύρωση του σχετικού προεδρικού διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας και, συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να διακινδυνεύσει τη νομιμότητα των αποφάσεων που θα εκδοθούν στο μέλλον από τα ανώτατα δικαστήρια.
Παράλληλα επικαλείται τις θέσεις που έχουν διατυπώσει δημοσίως «διακεκριμένοι συνταγματολόγοι και καθηγητές Νομικής», οι οποίοι έχουν χαρακτηρίσει «προκλητική περιφρόνηση του Συντάγματος ως προς το πνεύμα και το γράμμα του» τον διορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από μια κυβέρνηση η οποία επί της ουσίας έχει παραιτηθεί προκηρύσσοντας εθνικές εκλογές.
Απάντηση Καλογήρου
Είναι γνωστό ότι σήμερα το πρωί απέστειλα επιστολή στον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με τον ορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων.
Με την κίνηση αυτή δεν αμφισβητούνταν η εξουσία της κυβέρνησης να ορίσει η ίδια όπως προβλέπεται ρητά στο Σύνταγμα την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων, αλλά γινόταν μια ύστατη προσπάθεια κατασίγασης των παθών και θεσμικής νηφαλιότητας γύρω από το σχετικό ζήτημα. Κι αυτό προκειμένου να πάψει να δίνεται η εικόνα ότι η ηγεσία της Δικαιοσύνης μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «προίκα» της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας για την οποία διαγκωνίζονται μεταξύ τους τα κόμματα.
Αντί, λοιπόν, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας να συγκλίνει στην αναγκαία από τα πράγματα συνεννόηση, επέλεξε, δια του Τομεάρχη Δικαιοσύνης του κόμματός του κ. Παναγιωτόπουλου, να απαντήσει με τρόπο απαξιωτικό για τον ελληνικό λαό και τους θεσμούς της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας.
Η ΝΔ φαίνεται να παραγνωρίζει την ειδική συνταγματική πρόβλεψη για την επιλογή της ηγεσίας των δικαστηρίων και επιλέγει να αντιμετωπίζει αυτήν σαν να υπάγεται σε διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους υπαλλήλους, θεωρώντας ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω ο νόμος 2190/1994, που απαγορεύει τους διορισμούς σε προεκλογική περίοδο. Παρόλα αυτά, ήδη από το πρωί έχουμε επισημάνει το νομικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται ότι η διαδικασία προεπιλογής των δικαστών που μπορούν να οριστούν στην κορυφή των ανωτάτων δικαστηρίων από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής μπορεί να παραλειφθεί όταν η τελευταία αδυνατεί να συνεδριάσει επειδή έχει διαλυθεί η Βουλή. Αν λοιπόν θα μπορούσε η ηγεσία της Δικαιοσύνης να οριστεί χωρίς άλλο ουδέν ενώ η Βουλή θα είχε διαλυθεί, τότε δεν αμφισβητείται ότι αυτό μπορεί να γίνει τώρα από μια κυβέρνηση που εξακολουθεί να κυβερνά έχοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Όμως, με την απάντησή του ο κ. Μητσοτάκης αποκαλύπτεται, αφού δεν διστάζει να προδικάσει μελλοντικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας στην περίπτωση που θα ερχόταν ενώπιον αυτού αίτηση ακύρωσης των Προεδρικών Διαταγμάτων περί ορισμού της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, προσβάλλοντας περαιτέρω την ελευθεροφροσύνη των δικαστικών λειτουργών της χώρας. Δυστυχώς, το προσκλητήριο ωριμότητας που απηύθυνα σήμερα στην αξιωματική αντιπολίτευση απορρίφθηκε. Διαψεύδονται έτσι οι ελπίδες του νομικού κόσμου και των δικαστικών ενώσεων, που φάνηκε να το επικροτούν, από την αλαζονεία της ΝΔ που συμπεριφέρεται λες και έχουν ήδη διενεργηθεί και έχουν ήδη κερδηθεί οι επερχόμενες εθνικές εκλογές, προσβάλλοντας εντέλει τον ίδιο τον ελληνικό λαό.