Πως γράφτηκαν τα πρώτα Ευαγγέλια

Με την πρώτη ματιά  ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι η Καινή Διαθήκη δεν έχει την πολυπλοκότητα της Παλαιάς Διαθήκης. Η Καινή διαθήκη αποτελεί ένα κείμενο κοινό για Ορθοδόξους, Καθολικούς, Προτεστάντες και άλλων χριστιανικών αιρέσεων, μέσα στο πλήθος των ιστορικών  της πηγών δεν υπάρχουν παρά 10 έως 20 εδάφια της Παλαιά Διαθήκης στα οποία  επισημαίνεται κάποια αμφισημία.  Άλλωστε η γλώσσα  των Ευαγγελίων είναι ιδιαίτερα οικεία, δεδομένου ότι η πρώτη γραφή ήταν στην Ελληνική γλώσσα. Οι Εβραίοι εκείνης της εποχής του Ιησού δεν μιλούσαν όλοι τα Εβραϊκά, που είχαν χαρακτηριστεί νεκρή γλώσσα ή ιδιώματα  αποκλειστικά για θρησκευτικούς λόγους. Ωστόσο, παρά τον προσιτό και απλό της χαρακτήρα, η Καινή Διαθήκη παρουσιάζει και αυτή κενά.

Φοβισμένοι οι μαθητές του Δασκάλου τους Χριστού, σκορπίστηκαν σε διάφορους τόπους για να διαδώσουν το κήρυγμά του. Όσο ο Χριστός βρισκόταν εν ζωή, κανείς δεν είχε διανοηθεί να γράψει ένα Ευαγγέλιο. Αποφάσισαν να υλοποιήσουν την ιδέα της συντέλειας του κόσμου και στράφηκαν προς  κάθε κατεύθυνση για να  διαδώσουν στην ανθρωπότητα την έλευση του Μεσσία και την αναφορά για την επικείμενη Δευτέρα Παρουσία;

Τις πρώτες δεκαετίες μετά τον θάνατο, ο προσηλυτισμός ήταν μια  προφορική διαδικασία, ωστόσο, σύντομα αποδείχθηκε ότι αυτή η διαδικασία είναι ανεπαρκής. Ενδέχεται βέβαια, οι πρώτες χριστιανικές γραφές να μην ήταν τα Ευαγγέλια, αλλά οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Υπάρχει όμως, σαφής διαχωρισμός των συνεργατών του Χριστού. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι Επιστολές του Απόστολο Παύλου από ανθρώπους που ουδέποτε τον γνώρισαν, αλλά ενστερνίστηκαν τη σκέψη και τα πιστεύω του.

Οσον αφορά τη χρονική στιγμή συγγραφής των Ευαγγελίων, οι περισσότεροι ερευνητές και μελετητές τοποθετούν το Ευαγγέλιο του Μάρκου στη περίοδο  πριν από την πτώση του τείχους της Ιερουσαλήμ, δηλαδή πριν τον 6ο αιώνα, γύρω στο 69 π.Χ.

Τα γραπτά του απευθύνονται κυρίως στους πρώτους Χριστιανούς, που δεν είχαν ακόμη απαγκιστρωθεί από τα παγανιστικά κατάλοιπα, στο έργο του και ανέλαβε να τους εξοικειώσεις με την εβραϊκή παράδοση. Το Ευαγγέλιο του Μάρκου στηρίζεται, κατά τα φαινόμενα σε μια πηγή γραμμένη στην αραμαϊκή γλώσσα, το οποίο μετέφρασε ο ίδιος στην ελληνική γλώσσα.

Αντίθετα ο Ματθαίος απευθύνεται κυρίως στους Χριστιανούς που προέρχονται από την Ιουδαϊκή παράδοση και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην τοποθέτηση της ζωής του Χριστού μέσα στο πλαίσιο των προφητειών που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη. Από τον τρόπο γραφής (η Καινή Διαθήκη έχει περίπου 1000 παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη) προκύπτει ότι και ο ίδιος είναι Εβραίος. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες μεγάλων συγγραφέων της εποχής, ο Ματθαίος έγραψε το πρώτο Ευαγγέλιο στη Εβραϊκή γλώσσα.

Ο Λουκάς, που συνέγραψε το τρίτο Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων, ήταν ενδεχομένως συριακής καταγωγής. Λέγεται επίσης, ότι υπήρξε συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου, τον οποίο συνόδευσε σε πολλά του ταξίδια. Ήταν Γιατρός και Αγιογράφος της Παναγίας. Μαρτύρησε στην Ελλάδα, σε ηλικία 84 ετών.

Ο Ιωάννης έγραψε ένα Ευαγγέλιο, ελάχιστα αφηγηματικό και ουσιαστικά «θεολογικής φύσης». Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί η ταυτότητά του. Το Ευαγγέλιο γράφτηκε περίπου εκατό χρόνια αργότερα από τα άλλα Ευαγγέλια.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες έφυγε από την Ιερουσαλήμ το 49 για να εγκατασταθεί στην Έφεσο μαζί μα την Παρθένο Μαρία. Στη συνέχεια εξορίσθηκε στη νήσο Πάτμο, όπου έγραψε την Αποκάλυψη.

Οι Ευαγγελιστές δεν επιχείρησαν να προσφέρουν κυριολεκτικά μια βιογραφία του Χριστού ως ιστορικού προσώπου. Κατ’ αυτή την έννοια, μπορούν να θεωρηθούν φερέγγυοι και αξιοθαύμαστοι στο βαθμό που ο ένα συμπληρώνει τον άλλον. Το εγχείρημα τους ήταν κυρίως να κλείσουν ένα κύκλο που είχε ανοίξει 2.500 χρόνια νωρίτερα ολοκληρώνοντας την ιστορία μιας συμμαχίας στο αόρατο θείο και την ανθρώπινη αγωνία.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή