Καθεστώς διαρχίας

Σε επίρρωση των όσων υποστήριξε ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για το καθεστώς «διαρχίας» που καθιέρωνε η αρχική μορφή του Συντάγματος του 1975, ως προς τις υπέρμετρες-γνωστότερες ως υπερεξουσίες-του Πρώτου Πολίτη της χώρας, ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας.

Ας υποθέσουμε, δηλαδή, ότι, μεταξύ άλλων, έκανε πράξη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τη δυνατότητα που του έδινε-μεταξύ άλλων-το Σύνταγμα, πριν την αναθεώρηση του, το 1985-86 και διέλυε τη Βουλή, προκηρύσσοντας, με δική του πρωτοβουλία και ευθύνη, πρόωρες εκλογές. Σημειώνεται ότι το Σύνταγμα του 1975, στην αρχική του μορφή πάντα, παρείχε τη δυνατότητα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να διαλύει τη Βουλή κατά βούληση, χωρίς υποχρέωση αιτιολόγησης, με μόνη την αόριστη και, σχεδόν ταυτολογική, αναφορά-διαπίστωση, ότι η υπάρχουσα σύνθεση της Βουλής, δεν εξασφαλίζει σταθερότητα.

Όπερ έδει δείξαι, δηλαδή. Φαντάζεται κανείς, όπως ξεκινήσαμε να σημειώνουμε και στο χθεσινό μας φύλλο, πως διαμορφωνόταν, σ` αυτή τη φανταστική υπόθεση εργασίας, η προεκλογική περίοδος. Ποιοι θα ήταν οι πραγματικοί αντίπαλοι και ποιο το πραγματικό διακύβευμα εκείνης της εκλογικής αναμέτρησης;

Ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ως οι κατά τεκμήριο διεκδικητές της πρωθυπουργίας, όπως είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων, σε πολιτεύματα όπως το δικό μας, όπου επικρατεί η κοινοβουλευτική αρχή, δηλαδή η αρχή που συνδέει την ύπαρξη της κυβέρνησης, με την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής; Στην πραγματικότητα, θα αναμετρώντο ο πρωθυπουργός και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ναι μεν ο τελευταίος, τυπικά (αλίμονο) θα ήταν απών από τον προεκλογικό αγώνα, αλλά το «πνεύμα» του θα υπερίπτατο, καθώς το εκλογικό σώμα θα καλείτο να αποφασίσει, επί της ουσίας, αν εγκρίνει ή όχι την πρωτοβουλία του, κατά τα άλλα «ανεύθυνου» Ανώτατου Αρχοντα.

Με δεδομένο δε ότι η εφαρμογή της Προεδρικής δυνατότητας, θα στρεφόταν εναντίον της υπάρχουσας κυβέρνησης, άρα εναντίον του πρωθυπουργού, ως του κατά το νόμο «περί Υπουργικού Συμβουλίου», επικεφαλής της, δικαιολογείται η εκτίμηση, ότι η εκλογική αναμέτρηση θα είχε ως άτυπους «μονομάχους», τον απερχόμενο πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Που θα οδηγούμασταν, σε μια τέτοια περίπτωσης; Αν μεν, κέρδιζε η αντιπολίτευση, πραγματικός νικητής θα ήταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αφού το εκλογικό σώμα θα φαινόταν ότι επικροτεί την πρωτοβουλία του. Αρα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα εξερχόταν ακόμη πιο ενισχυμένος και στην πράξη, θα ασκούσε ένα είδος άτυπης επικυριαρχίας επί της, τύποις, εκλεγμένης και υπεύθυνης για την άσκηση της εξουσίας, νέας κυβέρνησης.

Εάν, αντίθετα, οι εκλογές επαναβεβαίωναν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κυβερνών κόμμα και τον επικεφαλής, εύλογα δε θα εκλαμβανόταν μια τέτοια επιλογή, ως ευθεία αποδοκιμασία του Προέδρου της Δημοκρατίας; Ποια θα ήταν, σ` αυτή την περίπτωση, η φυσική συνέπεια; Δε θα προκαλούνταν, εκ των πραγμάτων, μια μείζων πολιτειακή κρίση, που θα έθετε υπό αίρεση τη συνέχιση της θητείας του Ανώτατου Άρχοντα;

Μόνο γι` αυτό το παράδειγμα (θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε και άλλα ανάλογα παραδείγματα, από άλλες διατάξεις, αναφερόμενες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στο Σύνταγμα του 1975) αρκεί για να δικαιολογήσει το χαρακτηρισμό του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και να δικαιώσει το αναθεωρητικό εγχείρημα της περιόδου 1985-86 που, έτσι κι αλλιώς, δεν αμφισβητείται πλέον, από καμιά πολιτική δύναμη.

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο »

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή