Ακούσαμε και διαβάσαμε, πάλι, τους διάφορους «σοφούς» να επαναλαμβάνουν το εισαγγελικό τους «κατηγορώ», αυτή τη φορά για τους πολίτες της γειτονικής χώρας.
Δεν πρωτοτύπησαν ούτε τώρα, αφού παρόμοιες ήταν οι «κατηγορίες», για την «ανευθυνότητα», την «ανωριμότητα» ή την… επικράτηση του θυμικού. Τα ίδια έλεγαν και το 2004 για τους Ελληνοκύπριους, ή το 2015, για τους ημέτερους εκλογείς. Αναρωτιόμαστε: Αυτοί, που υπεραμύνονταν της εθνικής αξιοπρέπειας και του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των γειτόνων, αμφισβητώντας την ύπαρξη αλυτρωτικών τάσεων, δε λένε κουβέντα ή επικροτούν κιόλας τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις του λεγόμενου «διεθνούς παράγοντα» και την έπαρση των διαφόρων αξιωματούχων, που αντιμετωπίζουν, χωρίς να τηρούν τα προσχήματα, το γειτονικό κράτος, ως ένα «μεταμοντέρνο» προτεκτοράτο; Ακόμη και τώρα, όμως, συνεχίζουν αμετανόητοι, είτε να μην καταλαβαίνουν, είτε και να θεωρούν «σωτήρια» την παρέμβαση! Μωραίνει κύριος…
Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε τα προηγούμενα παθήματα, να γίνουν κάποτε μαθήματα- με την άντληση των αναγκαίων διδαγμάτων- αν δε θέλουν, εγχώριοι και διεθνείς «σοφοί», να διαψεύδονται και να ματαιώνονται, με κάθε ευκαιρία. Εν προκειμένω, ο τρόπος που επέλεξαν οι πολίτες της γειτονικής χώρας, να εκφραστούν στην προχθεσινή εκλογική διαδικασία, πέραν της προφανούς απάντησης, στις απροκάλυπτες παρεμβάσεις, περιέχει και επί της ουσίας μηνύματα, που επιβάλουν αποκωδικοποίηση: Αραγε, το υψηλό ποσοστό αποχής, τι υποδηλώνει; Επειδή δε κάποιοι επικαλούνται εγγενείς αδυναμίες, στη σύνταξη των εκλογικών καταλόγων, να υπενθυμίσουμε ότι στις προηγούμενες, αυτοδιοικητικές, εκλογές, ήταν, σχεδόν, διπλάσια-σε απόλυτους αριθμούς-η προσέλευση. Αρα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για συνειδητή επιλογή. Γιατί όμως; Είναι έκφραση απάθειας, για μια τόσο κρίσιμη, υπαρξιακού χαρακτήρα, εκλογική διαδικασία, τη στιγμή, μάλιστα, που το σχετικό ερώτημα, προέτασσε την προοπτική ένταξης του κράτους, στους αποκαλούμενους «ευρωατλαντικούς» θεσμούς; Η, μήπως, καταδεικνύει, όπως υπογράμμισε και ο εκπρόσωπος τύπου του ΚΙΝΑΛ, τις πολύ βαθιές ρίζες, του εθνικιστικού και αλυτρωτικού αφηγήματος, που καθιστά, επί της ουσίας, απαγορευτική κάθε δυνατότητα συμβιβασμού;
Πως εξηγείται, απ` την άλλη, ότι, σε αντίθεση με την αρνητική στάση της πλειοψηφίας των Σλαβόφωνων, η συμφωνία συναντά τη φανατική στήριξη του Αλβανόφωνου στοιχείου, ειδικά στο πεδίο της πολιτικής εκπροσώπησης; Αυτών, δηλαδή, που θεωρούσαν ότι το όνομα «Μακεδονία», συνιστούσε ακύρωση των δικών τους, ιδιαίτερων εθνοφυλετικών χαρακτηριστικών; Είδαν όραμα, σαν τον Απόστολο Παύλο;
ΛΕΥΤ. ΚΑΝΑΣ