Ανακούφιση στη Γερμανία για την ολοκλήρωση του μνημονίου
Σταθεροί υποστηρικτές της Ελλάδας όλα τα χρόνια της κρίσης αποδείχτηκαν οι Γερμανοί Πράσινοι. Ο εκπρόσωπος του κόμματος στην επιτροπή Προϋπολογισμού Τομπίας Λίντνερ είναι αισιόδοξος: «Έχω την εντύπωση ότι θα το καταφέρει οπωσδήποτε, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Η Ελλάδα σημείωσε σημαντικά επιτεύγματα. Θα πρέπει να αναγνωριστεί στην κυβέρνηση Τσίπρα, μια αριστερή κυβέρνηση, ότι πέτυχε στον τομέα των μεταρρυθμίσεων αισθητά περισσότερα απ’ ό,τι οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Το ζητούμενο τώρα είναι να δοθούν κίνητρα για επενδύσεις. Όσο μεγαλύτερη θα είναι η οικονομική ανάπτυξη τόσο πιο υψηλά θα είναι τα έσοδα του κράτους. Σε ό,τι αφορά όμως το συνολικό χρέος της Ελλάδας, εμείς οι Πράσινοι δηλώνουμε ξεκάθαρα ότι ίσως σε μερικά χρόνια ίσως σε μία, δύο δεκαετίες θα πρέπει να γίνουν ενδεχομένως και άλλες ελαφρύνσεις».
Η γερμανική αντιπολίτευση, στο σύνολό της μοιάζει ανακουφισμένη από την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος. Ένα από τα δύσκολα θέματα της αντιπαράθεσης, φεύγει πλέον από το τραπέζι και η Ελλάδα ξαναστέκεται στα πόδια της. Μιλώντας στην Deutsche Welle, δημόσια δεν υποστηρίζουν πλέον το αίτημα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Με τη στάση τους όμως στις ψηφοφορίες στη γερμανική βουλή οι Φιλελεύθεροι (FDP) ουσιαστικά εξακολουθούν να είναι υπέρ του Grexit.
Σύμφωνα με το γερμανικό δημοσίευμα, αρχική θέση του κόμματος είναι ότι τα δανειακά προγράμματα της ευρωζώνης προς κράτη-μέλη δεν συνάδουν με το νομικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο αυτή λειτουργεί. Από αυτή την άποψη το FDP ήταν συνεπές να καταθέσει στην επιτροπή Προϋπολογισμού πρόταση για την απόρριψη της εκταμίευσης της τελευταίας δόσης προς την Ελλάδα ύψους 15 δισ. ευρώ. Στην Deutsche Welle ο εκπρόσωπος του κόμματος στην επιτροπή Ότο Φρίκε αιτιολόγησε τη στάση του FDP με μια «κόπωση» που παρατηρεί στην Ελλάδα, σε ό,τι αφορά την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει τον μειωμένο ΦΠΑ στα νησιά παρά τη δέσμευσή της να καταργήσει αυτή τη ρύθμιση.
Για τις προοπτικές της Ελλάδας στη μεταμνημονιακή περίοδο γενικότερα, ο Ότο Φρίκε εκτιμά πως σε μια πρώτη ανάγνωση η υπερχρεωμένη χώρα δεν έχει καμία ελπίδα να ανακάμψει: Η υπερχρέωση συνιστά τη βασική αιτία της οικονομικής συρρίκνωσης μιας χώρας, ενώ οι βασικοί παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης είναι κυρίως δύο: «περισσότερη παιδεία και περισσότερες επενδύσεις».
Σύμφωνα με τον φιλελεύθερο πολιτικό, δεν αποκλείεται η Ελλάδα να σημειώσει επιτυχία. Το στοίχημα για την ελληνική κυβέρνηση είναι να πείσει τους ξένους θεσμικούς επενδυτές (χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα, ασφαλιστικές εταιρείες, συνταξιοδοτικά ταμεία κ.τ.λ.). «Το ερώτημα είναι πολύ απλό», επισημαίνει ο Ότο Φρίκε: «Θέλουν οι ξένοι επενδυτές να έρθουν στην Ελλάδα επειδή ελπίζουν ότι έχουν να κερδίσουν ή όχι; Αν η ελληνική κυβέρνηση δώσει μια πειστική απάντηση, τότε θα προκύψουν επενδύσεις, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και -για μένα αυτό ήταν το πιο σοκαριστικό σε αυτή την κρίση-, η απίστευτα υψηλή ανεργία στους νέους θα μειωθεί επιτέλους». Αποφασιστική σημασία για την αξιοπιστία της κυβέρνησης έχουν, σύμφωνα με τον κ. Φρίκε, τα θετικά πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, τα οποία θα πρέπει να διατηρηθούν και στο μέλλον.
Δύσκολο μονοπάτι, βλέπει στο ελληνικό μέλλον «Η Αριστερά» (Die Linke). Το αδελφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε πρόσφατα στη γερμανική βουλή την πρόταση εκταμίευσης της τελευταίας δόσης. Επειδή εδώ και αρκετό διάστημα οι σχέσεις των δύο κομμάτων έχουν αισθητά ψυχρανθεί, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως η Linke άσκησε με την αρνητική ψήφο της κριτική στην πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Από την άλλη πλευρά, εκπρόσωπος του κόμματος στην επιτροπή Προϋπολογισμού Γκεζίνε Λοτς το διαψεύδει. Όπως διαβεβαιώνει, η καταψήφιση συνιστούσε «κριτική προς τους θεσμούς, κριτική στα μέτρα που έχουν επιβληθεί. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκβιάστηκε και εμείς δεν πρόκειται να στηρίξουμε εκβιασμούς».
Αντί των μέτρων που οδήγησαν στην κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και σε ιδιωτικοποιήσεις που δεν είχαν κανένα όφελος για τη χώρα, η Ελλάδα είχε ανάγκη από επενδυτικά προγράμματα για να αναζωογονήσει την οικονομία της. Η κατάσταση που δημιουργείται μετά το τέλος των προγραμμάτων δεν διαφέρει από αυτή των περασμένων χρόνων, υποστηρίζει η Γκεζίνε Λοτς.