Ή στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, στο θέμα του σκανδάλου «Novartis», θέτει ζητήματα, που υπερβαίνουν την πολιτική αντιπαράθεση.
Ανεξάρτητα από τον προσωρινό ή μόνιμο χαρακτήρα της αποχώρησης τους, από την Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης, τίθεται ένα ζήτημα συνέπειας, τόσο για τα κομματικά επιτελεία, όσο και για τους «εξωκοινοβουλευτικούς» υποστηρικτές τους, καθώς η πλειονότητα τους, έχει συμπέσει στην «κατεδαφιστική» κριτική του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, για την ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης, με αιχμή το επίμαχο άρθρο 86 του Συντάγματος. Βασικό επιχείρημα αυτής της κριτικής είναι πως, με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, δημιουργούνται συνθήκες ατιμωρησίας των πολιτικών προσώπων, όπως αυτά ορίζονται στη συγκεκριμένη Συνταγματική διάταξη και, γι` αυτό, επιβάλλεται η υπαγωγή και των πολιτικών προσώπων, στη δικαιοδοσία της τακτικής, ποινικής Δικαιοσύνης, δηλαδή σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «φυσικό δικαστή».
Οι ίδιοι, λοιπόν, άνθρωποι, που διακήρυσσαν utbi et orbi, τα ανωτέρω, απαξιώνοντας προφανώς και τις σχετικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ξάφνου μεταβλήθηκαν , από Σαούλ σε Απόστολους Παύλους και προσχωρούν, χωρίς δεύτερη σκέψη, στην άποψη, που διατυπώνουν ορισμένοι εκ των εμπλεκόμενων, περί αποκλειστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης, για τα πολιτικά πρόσωπα, απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας, αν όχι και μετ` αγανακτήσεως, το ενδεχόμενο κρίσης και των εν λόγω προσώπων, από την τακτική δικαιοσύνη, δηλαδή από τον «φυσικό δικαστή». Τέτοια συνέπεια, σε πάγιες αρχές. Ξεχνούν μάλιστα, όσοι προβάλουν αυτή τη θέση, πως αυτή η δυνατότητα της τακτικής δικαιοσύνης, να ερευνά και την τυχόν ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων, προέκυψε από «διορθωτικές» κινήσεις του ίδιου του πολιτικού συστήματος, με νομοθετικές παρεμβάσεις, κυρίως δε με το γνωστό ως «νόμο Καστανίδη», από το όνομα του τότε (2011) υπουργού Δικαιοσύνης. Ήταν αυτές οι νομοθετικές πρωτοβουλίες, που κατέστησαν δυνατή την παρέμβαση του «φυσικού δικαστή», εκεί όπου οι ανελαστικές ρυθμίσεις της Συνταγματικής διάταξης οδηγούσαν σε αδιέξοδα. Μας είναι αδιανόητο να πιστέψουμε ότι σε αυτά τα αδιέξοδα, προσβλέπουν όσοι προβάλλουν αυτά τα επιχειρήματα, με το «ένδυμα», μάλιστα, της νομικής αυθεντίας. Είναι σα να αποδοκιμάσουν εμμέσως, τη νομοθετική πρωτοβουλία του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης (επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ, για να μη ξεχνιόμαστε).
Σε τελευταία ανάλυση, ακόμη και αν καταλήξει η Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης, σε παραπεμπτική απόφαση, τον τελικό λόγο, θα τον έχουν, πάλι, οι «φυσικοί δικαστές», έστω και στο υψηλότερο επίπεδο, του Ειδικού Δικαστηρίου.