Πρώτα-πρώτα, η προαναγγελμένη επίσκεψη στην Ελλάδα της Γενικής Διευθύντριας του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ – που είχε πολυσυζητηθεί πριν ξεκινήσουν οι διακοπές, που ήταν «προγραμματισμένη» για τον Σεπτέμβριο μετά την ΔΕΘ, που ενέπλεκε και την Προεδρία της Δημοκρατίας – δεν δείχνει να μας προκύπτει. Χωρίς να λέμε ότι πρόκειται για fake news, πάντως επιβεβαίωση δεν υπάρχει. Ύστερα, αυτές τις ημέρες κυκλοφορεί η πληροφορία (ή πρόκειται για φήμη;) ότι η χαμηλότερη ιεραρχικά, αλλά πολύ «παρούσα» στα Ελληνικά πράγματα Ντέλια Βελκουλέσκου, η οποία προερχόμενη από το Πρόγραμμα Κύπρου ανέλαβε την αποστολή του Ταμείου στην Ελλάδα το υπέρθερμο καλοκαίρι του 2015 (διαδεχόμενη τον Πουλ Τόμσεν, όταν εκείνος προήχθη σε προϊστάμενό της ως επικεφαλής του desk Ευρώπης…) πρόκειται να δει την δική της θητεία να τερματίζεται. Προώρως, γιατί παρόμοιες θητείες στο Ταμείο διαρκούν πάντως τρία χρόνια – το δε Πρόγραμμα Ελλάδας ούτως ή άλλως τελειώνει Αύγουστο του 2018, δέκα ημέρες μετά το Μνημόνιο-3, όχι;
Την ώρα, δηλαδή, που αναμενόταν το ξεκαθάρισμα του MEFP /Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής της Αθήνας με το Ταμείο σε υλοποίηση του Precautionary Stand-by Arrangement (προληπτικής γραμμής, υπό προϋποθέσεις, κατ’ αρχήν εγκεκριμένη και με οροφή 1,6 δις ευρώ – peanuts για τα μέτρα των προηγούμενων Ελληνικών Προγραμμάτων…), αρχίζει να διακινείται εκ νέου μια αίσθηση αποστασιοποίησης του Ταμείου.
Θα ήταν κάτι τέτοιο «καλό» ή «κακό»; Μέχρι τώρα/μέχρι προ ολίγου, αν αφήσει κανείς κατά μέρος όσους – και δεν είναι λίγοι στην Ελλάδα! – έχουν μια αυτόματη αλλεργική αντίδραση στην έννοια «ΔΝΤ», το θετικό της συμμετοχής του Ταμείου στην συζήτηση ήταν η πίεση που εθεωρείτο ότι ασκούσε (στους Ευρωπαίους=στους Γερμανούς) ώστε να προχωρήσει κάποιας μορφής διευθέτηση/ελάφρυνση του Ελληνικού χρέους. Βέβαια, για να είμαστε σωστοί, την φετινή άνοιξη που το Ταμείο μας είχε ανεβάσει στα κάγκελα, ως Ελλάδα/ως διαπραγματευτική ομάδα, να πιέζουμε για κάποια πρόοδο στο χρέος – τόσο σε επίπεδο Λαγκάρντ, όσο και σε επίπεδο Τόμσεν, δε – , την τελευταία στιγμή μας πούλησε. Δίνοντας στο Βερολίνο την συμβιβαστική/ενδιάμεση/αναβλητική λύση που είδαμε. Τώρα, με την επιστολή Τσακαλώτου – Στουρνάρα με την οποία αιτηθήκαμε την (νέα) συμμετοχή του Ταμείου, είχαμε σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Και μάλιστα ψιλοάμεσα: άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, toolkit/εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, επανυπολογισμό συντάξεων, όριο στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εξίσωση αντικειμενικών – εμπορικών αξιών ακινήτων – κυρίως όμως ολοκλήρωση των μέτρων για τον εξωδικαστικό μηχανισμό και τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και … ουσιαστική αντιμετώπιση του (κατά το ΔΝΤ διαφαινόμενου) αδιεξόδου των συστημικών τραπεζών.
Εδώ, το Ταμείο θα απαιτούσε (λέει) ιδιαίτερα σχεδιασμένο AQR/έλεγχο ποιότητας του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, τώρα άμεσα, ώστε μια αυστηρή διαδικασία stress tests την άνοιξη να δείξει αν θα χρειαστεί καινούργια/τέταρτη ανακεφαλαιοποίησή του. Αυτή την φορά όμως, διεφώνησε η ΕΚΤ που, «ενθυμούμενη» ότι αυτή και μόνον ασκεί την εποπτεία (δια του SSM) στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης, είπε/ανακοίνωσε ότι τα stress tests για τις Ελληνικές τράπεζες θα γίνουν… όπως για όλες τις άλλες χώρες, αυτή την φορά. Να φαντασθεί λοιπόν κανείς ότι, αν η έλευση του Ταμείου πισωριχτεί και πάλι, «μετά τις Γερμανικές εκλογές» θα αφεθεί να σβήσει αυτή η ιστορία; Με ανακούφιση μάλιστα των Αθηνών…
Για να διερωτηθούμε, Καβαφικά: «Και τώρα, τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήταν μια κάποια λύσις».