Ἥδιστα εἶναι τὰ γλυκὺτατα καὶ, προκειμένου περί συμβουλῶν ἢ προτροπῶν καὶ γενικὼτερα λόγων καὶ γραφῶν, τὰ εὐχὰριστα, τὰ τερπνὰ, αὐτά ποὺ ἠχοῦν θωπευτικὰ στ’ αὐτιὰ. Χωρὶς νὰ ἔχω κάποια ἀντιπάθεια πρὸς τὰ γλυκὰ, ἤμουν ἀντίθετος πρὸς τὰ γλυκὰ λὸγια, διὸτι, ὃπως τὸ γλυκὸ χαλᾱ τὰ δόντια, ὅμοια καὶ τὰ γλυκὸλογα χαλοῡν τὴν ἀδαμαντίνη τῆς συνειδὴσεως. Ἀντἰθετα ἓνας πικρός λὸγος μπορεῑ νὰ ἀποβεῑ βέλτιστος, ὠφελιμώτατος, ἄν φυσικά ὑπάρχουν ὦτα πρόθυμα νὰ τὸν ἀκούσουν.
Δυστυχῶς στὴ χὼρα μας, ἄν τὰ πρὰγματα πᾱνε ἀπό τὸ κακό στὸ χειρὸτερο καί τοῦτο ὀφείλεται σὲ μιά ἰδιοπαθῆ βαρυκοῒα.
Ὡς λαὸς κὰνουμε τὸν κουφὸ, ὃταν ἀκούγεται ἡ φωνὴ τῆς φρονὴσεως ἢ τοῡ καθὴκοντος. Τὸ ἴδιο πράττει καί τὸ κράτος. Δύσκολα ἀκούει κὰτι λογικὸ, ὁπότε ἰσχύει τὸ μαθητικὸ σλὸγκαν: «Στοῡ κουφοῡ τὴν πὸρτα, πᾱρε καὶ τὴν… πὸρτα»!
Δέν μοῡ λεὶπουν οἱ γνὼσεις τῆς ὑγιεινῆς διατροφῆς. Εἶχα μὰθει ἐνωρίς ὄτι τὸ νὰ καταπὶνεις τὰ λὸγια σου εἶναι ἡ πιό θρεπτικὴ δίαιτα. Ὃταν περὶ τὸ 1961-1962 μπῆκα γιὰ πρώτη φορὰ στὸ χῶρο τῆς δημοσιογραφὶας, παλαὶμαχος δημοσιογρὰφος μοῡ εἶπε συμβουλευτικὰ: «Περισσὸτερα λεφτὰ θὰ βγάλεις μὲ ὅσα δέν θὰ γράψεις, παρὰ μέ τὰ ὅσα θὰ γράψεις…».
Προτίμησα νὰ γράψω. Αἰσίως ἔφτασα τὰ 100 βιβλία καὶ τὰ 10.000 ἂρθρα σ’ ἐφημερίδες καί περιοδικά. Αὐτό δέν μ’ ἀνέβασε ψηλά, οὔτε οικονομικὰ, οὔτε θεσιθηρικὰ. Ἔχω, ὅμως, τὴν ὑπερηφάνεια νά λέω ὅτι δέν βαρὺνομαι μέ καμμία ἐπίσημη κρατική διὰκριση. Ἐξ ἂλλου, ὃπως συχνά τὸ ἔχω πεῑ, τὸ νά σέ τιμᾱ ὑπό τίς παροῡσες συνθῆκες ἡ ἑλληνική πολιτεία ἤ ὴ ἀκαδημία, συνιστᾱ ἀτίμωση.
Βλὲπω πολλούς νὰ φθάνουν ψηλά μὲ συγγράμματα ποὺ εἶναι γεμὰτα ὄχι μὲ σοφία, ἀλλά μὲ ἀγέρωχη ἐπιτήδευση, μὲ μιὰ φαινομενική ἐπιστημονικότητα.
Καὶ ὃλα αὐτά μοῡ θυμίζουν τοὺς ἀερὸσακκους τῶν αὐτοκινὴτων.
Γνωρὶζω ὄτι κάποιοι ἄνθρωποι θέλουν νὰ βρίσκονται ἔξω ἀπό τὴν ἀλήθεια. Καὶ περισσότερο αὐτοί πού κατέχουν ὑψηλές θέσεις, ὃπως οἱ πολιτικοὶ. Κλείνονται στὸ μικρό κύκλο μιᾱς παρέας ἐγκωμιαστῶν κι ἔτσι ἡ ἀλήθεια νὰ μή μπορεῑ νὰ τοὺς φθὰσει. Σφραγίζονται σὲ μιᾱ γυάλα καὶ προσπαθοῡν να προστατέψουν τὸν κόσμο τους ἀπό τίς ἐπιθέσεις αὐτῶν πού τολμοῡν νὰ λὲνε ἀλήθεια. Ἀσφαλῶς οὶ ἀλήθειες δέν καλύπτουν ὃλες τίς συναισθηματικές καί τίς ἐπιθυμητικές μας ἀνάγκες. Ἀλλά ἀπό τὴ στήλη αὐτή, ἐφόσον σωφρονοῡμε καί ἀναπνέουμε, δέν πρὸκειται νὰ ξεφουρνίσουμε θελκτικὰ ψέματα ἤ «γυμνές ἀλήθειες» ντυμένες μὲ φανταστικά ροῡχα.
Καλῶς σᾱς βρῆκα κι ἐλπίζω νὰ μὲ ἀνεχθεῖτε.