Ως εκ της θέσεως

Το μόνο που συγκρατήσαμε, ως αντεπιχείρημα από όσους επιμένουν ότι το Βατοπέδι ήταν «σκάνδαλο», ήταν η παραπομπή σε απόσπασμα ομιλίας του τότε πρωθυπουργού, τον Δεκέμβριο 2008, στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ.
Τέτοιος συντονισμός και ταυτότητα λόγου, ούτε συνεννοημένοι να ήτανε. Θα μας επιτρέψετε, ωστόσο, να σταθούμε σε μια φράση του εκ των συνηγόρων υπεράσπισης Αλέξη Στεφανάκη, αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης. Ο γνωστός ποινικολόγος, υποστήριξε ότι η Δικαιοσύνη αποκατέστησε, με την απόφαση, τον «αυτοτραυματισμό» που υπέστη, με την «παράλογη», όπως τη χαρακτήρισε, δίωξη. Η δήλωση, ενδεχομένως παραπέμπει σε επιχειρήματα, αλλά και στοιχεία του κατηγορητηρίου, που οδηγούσαν στην εγκαθίδρυση ενός είδους «αντικειμενικής ποινικής ευθύνης». Όπως αποκάλυψε ο πρώην υπουργός Πέτρος Δούκας, στη διάρκεια της πρώτης Εξεταστικής Επιτροπής, αντιμετώπισε το «καταλυτικό» επιχείρημα συναδέλφων του, για το πώς ήταν δυνατό να μην είχε αντιληφθεί τις «άνομες» ενέργειες, από τη θέση που κατείχε, αλλά και τις οικονομικές γνώσεις, που διέθετε.
Πολύ σαφέστερη κατέστη αυτή η αντίληψη, στο κατηγορητήριο, ενώπιον του οποίου βρέθηκε ο αείμνηστος Γιάννης Αγγέλου. Στην ουσία, η κατηγορία στηρίχθηκε στο αξίωμα που κατείχε και τις πραγματικές ή υποτιθέμενες αρμοδιότητες του και μάλιστα όχι κατά νομική κυριολεξία, αλλά, όπως αναφέρεται, από το ότι «ασκούσες άτυπα τα καθήκοντα του διευθυντή του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού». Το αποκορύφωμα αυτής της αντίληψης ήταν η αναφορά, στο κατηγορητήριο, ότι ο κατηγορούμενος όφειλε να γνωρίζει, λόγω της νομικής του ιδιότητας, «ότι η Ιερά Μονή Βατοπεδίου δεν είχε δικαίωμα κυριότητας στη λιμνοθάλασσα Βιστωνίδα-Νταλιάνη και στις παραλίμνιες εκτάσεις αυτής»!
Αν θα θέλαμε να ανατρέξουμε σε κάποιο ιστορικό προηγούμενο, θα πηγαίναμε στο λεγόμενο «βρόμικο 89», στο σκεπτικό της-καταδικαστικής-μειοψηφίας του Ειδικού Δικαστηρίου, για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Σκεπτικό που στηριζόταν σε αξιωματικές παραδοχές, στα όρια του μεταφυσικού, όπως η ευφυΐα ή οι προσωπικές σχέσεις. Υπάρχουν και άλλες ομοιότητες, αντιληπτές από την πρώτη στιγμή, όπως η επιστράτευση ψευδομαρτύρων, ακόμη και ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής ή η αλλαγή μαρτυρικών καταθέσεων, ύστερα από ευνοϊκές νομοθετικές παρεμβάσεις. Όλα αυτά θα έπρεπε, έγκαιρα, να είχαν ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά ιδιαίτερα όσων τα βίωσαν-και μάλιστα στο ρόλο του θύματος-γνωρίζοντας ότι τέτοιες μεθοδεύσεις, στο «τέλος της ημέρας» γίνονται μπούμερανγκ για τους εμπνευστές τους. Το αισιόδοξο συμπέρασμα, παρά ταύτα, είναι πως η δικαστική απόφαση κινείται μακράν τέτοιων καινοφανών αντιλήψεων.
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης