Το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μια τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό. Σπεύδουμε, για να μην παρεξηγηθούμε για έμμονες ιδέες, ότι το συμπέρασμα αυτό δεν είναι δικό μας.
Είναι του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το οποίο στην τελευταία τριμηνιαία έκθεσή του (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2016) επισημαίνει με στοιχεία, διαπιστώνει με επιστημονικά ντοκουμέντα και προτείνει με καθαρή οικονομική σκέψη γιατί έπρεπε η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος από τους δανειστές να είχε ολοκληρωθεί, όπως είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας τον περασμένο Οκτώβριο, εντός τριών εβδομάδων, στέλνοντας ένα αισιόδοξο μήνυμα στους μισθωτούς και στον επιχειρηματικό κόσμο.
Κατά την εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και τη δική μας, ο πρωθυπουργικός αυτός στόχος ήταν εφικτός, διότι όσο θα καθυστερούσε η δεύτερη αξιολόγηση τόσο τα εύκολα θα γίνονταν δύσκολα και, όσον αφορά το τρίτο στάδιο των αξιολογήσεων, τα δύσκολα θα γίνονταν εμπόδια σχεδόν ανυπέρβλητα, για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, ο πολιτικός χρόνος, όπως επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και τις εκταμιεύσεις θα είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο των προηγούμενων δύο αξιολογήσεων. Διότι, θα χρειαστεί χρόνος για την πλήρη εφαρμογή των νομοθετικών μέτρων που έχουν ληφθεί για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και των εκκρεμοτήτων που θα μεταφερθούν σίγουρα στο επόμενο στάδιο και, διότι, ακολουθεί αμέσως μετά τη δεύτερη, η τρίτη αξιολόγηση, η οποία, μετά τις καθυστερήσεις των δύο προηγούμενων θα πρέπει να τελειώσει σε συντομότερο χρονικό διάστημα.
Δεύτερον, η επόμενη αξιολόγηση, φορτωμένη με τις τυχόν εκκρεμότητες της δεύτερης, περιλαμβάνει δυσκολότερες υποσχέσεις, όπως νέες ιδιωτικοποιήσεις, νέες ρυθμίσεις στο ασφαλιστικό, νέος κώδικας φορολογίας και απλούστευση της φορολογικής νομοθεσίας.
Τρίτον, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μας το 2017 θα ανέλθουν σε 16,2 δις ευρώ και πρέπει να καλυφτούν με την εκταμίευση των δόσεων μετά τις αξιολογήσεις.
Τέταρτον, αν μάλιστα δεν επιτευχθεί ο στόχος του προγράμματος για ιδιωτικοποιήσεις ποσού 2,004 δις ευρώ το 2017 (από το 2010 έως σήμερα έχουν εισπραχθεί από ιδιωτικοποιήσεις μόνο 3,3 δις ευρώ!!), τότε οι χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2017 θα είναι μεγαλύτερες, και συνεπώς θα πρέπει να ληφθούν και να εφαρμοστούν νέα, ισοδύναμα, μέτρα λιτότητας.
Αλλά, πέρα από αυτά, αν οι αναβολές και οι καθυστερήσεις συντρίψουν και τους στόχους ή τις προβλέψεις για ανάπτυξη, τότε «κλάψ’ τα πάλι, Χαράλαμπε». Αν, για παράδειγμα, δεν επιτευχθεί ο στόχος για ανάπτυξη 2,7% το 2017, αλλά 1% ή 1,5% όπως προβλέπει ο ΟΟΣΑ, τότε η ελληνική οικονομία θα έχει απώλεια 2,2 έως 3,1 δις ευρώ…
Αλλά, ημείς άδομεν…