14% των Ελλήνων δεν έχει πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα ή φάρμακα!
Με την ελληνική φαρμακοβιομηχανία να αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικός Βιομηχανίας και των εθνικών εξαγωγών, τα χρόνια προβλήματα που ταλανίζουν τον κλάδο, έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ελληνική Οικονομία και το εθνικό σύστημα Υγείας. Με έκτακτο δελτίο του, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, τονίζει την ανάγκη για μία νέα πολιτική φαρμάκου στην Ελλάδα, καθώς εκτός από τις σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, δείχνουν ότι το 14% των Ελλήνων δεν έχει πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα ή φάρμακα!
Η πρακτική της τελευταίας 7ετίας να υιοθετούνται μαζικά οριζόντια δημοσιονομικά μέτρα δυστυχώς υποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις για τη θεραπεία δομικών προβλημάτων στο σύνολο της οικονομίας και δημόσιας διοίκησης, τονίζουν οι συντάκτες της έρευνας. Ειδικά στο πεδίο της υγείας, η επιλογή οριζόντιων μέτρων αντί μιας συνεκτικής και ολοκληρωμένης πολιτικής συντηρεί ακόμη και σήμερα σημαντικές δομικές στρεβλώσεις που διατηρούνται στο ακέραιο, με αποτέλεσμα οι αρνητικές επιπτώσεις τόσο για τους πλέον αδύνατους όσο και για την εγχώρια αγορά να είναι αμείλικτες.
Στην ανάπτυξη και εδραίωση αυτών των δομικών στρεβλώσεων, ο ΣΕΒ, εκτιμά ότι έχει συνεισφέρει και το ίδιος το κράτος, μέσω της πολιτικής δημόσιας υγείας αλλά και μέσω του τρόπου με τον οποίο ασκεί τον εποπτικό ρόλο στην ιδιωτική αγορά που συμπληρώνει τη δημόσια υγεία.
Η σημερινή κατάσταση πλήττει την υγιή επιχειρηματικότητα, όπως την εγχώρια παραγωγή φαρμάκων, χωρίς όμως να εξασφαλίζει, ούτε στέρεα δημοσιονομικά οφέλη, ούτε, κυρίως, καλύτερες υπηρεσίες υγείας στους ασθενείς. Η αντιμετώπιση της υπερσυνταγογράφησης αντιβιοτικών, η συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης μέσω στροφής σε γενόσημα τα οποία θα τιμολογούνται εύλογα, η αλλαγή της δομής κινήτρων σε ιατρούς, φαρμακεία και φαρμακαποθήκες, για να ενθαρρυνθεί η προώθηση πιο οικονομικών θεραπειών όπου είναι κατάλληλες, η τήρηση της αυστηρής χορήγησης φαρμάκων με συνταγή, όπως αντιβιοτικών, η εφαρμογή αυστηρών θεραπευτικών πρωτοκόλλων, μητρώων ασθενών, ανάλυσης των ηλεκτρονικών δεδομένων και η ενίσχυση της ικανότητας του κράτους να λειτουργεί με επιτροπές διαπραγμάτευσης και να αξιολογεί τον ίδιο το βαθμό καινοτομίας των θεραπειών αποτελούν ενδεικτικές μόνο παραμέτρους του συστήματος που θα βελτιωθούν εφόσον συνολικά αναβαθμιστεί η ποιότητα της λειτουργίας του κράτους, ως φορέα παροχής υπηρεσιών και ως επόπτη.
Μόνο έτσι θα μπορέσει να συγκρατηθεί η υπερσυνταγογράφηση (σήμερα στην Ελλάδα των 10,5 εκατ. κατοίκων χορηγούνται σχεδόν 70 εκατ. συνταγές ετησίως) και να εξασφαλιστεί μια ισορροπία ανάμεσα στην κάλυψη των αναγκών θεραπείας, την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και την αναγκαία ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς φαρμάκου.
14% των Ελλήνων δεν έχει πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα ή φάρμακα!
Σημαντικές μελέτες που είδαν τα τελευταία χρόνια το φως της δημοσιότητας, όπως η Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ και της Διανέοσης καταγράφουν τάσεις χειροτέρευσης σημαντικών παραμέτρων που άπτονται της υγειονομικής περίθαλψης του πληθυσμού της χώρας, ειδικά ανάμεσα στις πιο ευάλωτες ομάδες ενώ και το ΟΟΣΑ Health Spending Fact Sheet καταγράφει τη μη ικανοποίηση αναγκών από νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Επίσης, πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει ένα ποσοστό 12- 14% του πληθυσμού που δεν έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε αναγκαία ιατρική φροντίδα ή φάρμακα που χρειάζεται, ενώ ενδιαφέρον έχει και η μείωση των επισκέψεων σε οδοντίατρους την περίοδο 2009-14. Εύλογα προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι πολιτικές εξυγίανσης και μεταρρύθμισης της πολιτικής υγείας που υλοποιήθηκαν στα χρόνια της κρίσης δεν έχουν θεραπεύσει δομικές αναποτελεσματικότητες του συστήματος υγείας. Αυτό συνέβη εν μέρει διότι σημαντικό βάρος των μέτρων προσαρμογής έχει πέσει τα τελευταία χρόνια κυρίως στη συγκράτηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης.
Όμως η πρακτική να προκρίνονται οριζόντια, και όχι διαρθρωτικά, μέτρα έχει αρχίσει πλέον να προκαλεί εμφανή και πιεστικά αδιέξοδα, με κύριο αποδέκτη, αφενός τους εγχώριους παραγωγούς φαρμάκου, που σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ απασχολούν πάνω από 13.000 άτομα, και που πραγματοποιούν εξαγωγές περίπου 700 εκατ. ευρώ το χρόνο (εκ των συνολικών εξαγωγών φαρμάκου 1 δις ευρώ), και αφετέρου τους εισαγωγείς βασικών όσο και καινοτόμων φαρμάκων.
Τα εργαλεία πολιτικής με τα οποία επιδιώχθηκε η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης του δημοσίου
Η χωρίς διακριτική διαφοροποίηση δραστική μείωση αποζημίωσης των εγχώριων παραγωγών αλλά και των εισαγωγέων φαρμάκων. Η μείωση της αποζημίωσης των προμηθευτών (κυρίως μέσω του εργαλείου της τιμολόγησης) είχε σαν στόχο την άμεση και δραστική μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Η προσέγγιση αυτή πάρα τον άμεσο αντίκτυπο στη δαπάνη χαρακτηρίζεται από βραχυχρόνιο αποτέλεσμα αφού, ελλείψει άλλων συμπληρωματικών μέτρων για το έλεγχο του όγκου και της αναίτιας-αδικαιολόγητης υποκατάστασης των ολοένα και πιο φθηνών φαρμάκων από νεότερα ακριβότερα, η δαπάνη αυξάνεται σε μέσο ορίζοντα.
Δεν υπάρχει μηχανισμός αξιολόγησης νέων φαρμάκων
Παρά το γεγονός της σημαντικής συμβολής των νεότερων ακριβότερων φαρμάκων που υποκαθιστούν παλαιότερες φθηνότερες θεραπείες στην αύξηση της δαπάνης, η Πολιτεία δεν έχει αναπτύξει ακόμη μηχανισμό για την αξιολόγηση των νέων φαρμάκων, και συγκεκριμένα για την αποτίμηση της σχέσης κόστους / πρόσθετου θεραπευτικού οφέλους σε σχέση με τις φθηνότερες υφιστάμενες φαρμακευτικές θεραπείες.