Στο δημοψhφισμα της 4ης Δεκεμβρίου 2016, σχεδόν το 60% του ιταλικού λαού ψήφισε ΟΧΙ και το υπόλοιπο 40% τάχθηκε υπέρ του ΝΑΙ. Το δημοψήφισμα αυτό προκλήθηκε με πρωτοβουλία του ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι και είχε καθαρά θεσμικό χαρακτήρα. Αφορούσε κεφαλαιώδες θέμα συνταγματικής αναθεώρησης, σχετικό με την διαδικασία έγκρισης των νομοσχεδίων της κυβέρνησης από τη Βουλή και τη Γερουσία. Ο Iταλός πρωθυπουργός ήθελε η έγκριση των νομοσχεδίων της κυβέρνησης να γίνεται μόνο από τη Βουλή και όχι από αμφότερα τα θεσμικά όργανα της Βουλής και της Γερουσίας. Άρα, οι ιταλοί είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στο ΝΑΙ και το ΟΧΙ. Ψήφος υπέρ του ΝΑΙ σήμαινε την ψήφιση των κυβερνητικών νομοσχεδίων μόνο από τη Βουλή, ενώ το ΟΧΙ υποδήλωνε την ψήφιση των νομοσχεδίων από τη Βουλή και τη Γερουσία. Σαφές είναι ότι η επικράτηση του ΝΑΙ, θα συνεπαγόταν την ουσιαστική κατάργηση της Γερουσίας.
Το ιταλικό δημοψήφισμα δεν ήταν ψήφος παραμονής (ΝΑΙ) ή εξόδου (ΟΧΙ) από την Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Η ταύτιση στη συνείδηση πολλών ελλήνων και ευρωπαίων πολιτών με την παραμονή ή την έξοδο της Ιταλίας από την ΟΝΕ, ευρέως γνωστής και ως Ευρωζώνη λόγω ύπαρξης του ευρώ ως κοινού ενιαίου νομίσματος, οφείλεται στο γεγονός ότι ο Μπέπε Γκρίλο, ιδρυτής και αρχηγός του κόμματος «Κίνημα των Πέντε Αστέρων», είχε ταχθεί υπέρ του ΟΧΙ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το κόμμα του Μπέπε Γκρίλο έρχεται πρώτο στις δημοσκοπήσεις και ταυτόχρονα τάσσεται υπέρ της αποχώρησης της Ιταλίας από την ΟΝΕ και την επιστροφή στο νομισματικό σύστημα της λιρέτας, πολλοί έλληνες και ευρωπαίοι πολίτες ακούσια είχαν ταυτίσει το ΟΧΙ με έξοδο της Ιταλίας από την Ευρωζώνη.
Το ΝΑΙ του ιταλικού δημοψηφίσματος εγείρει τρία σημαντικά ερωτήματα: 1) Η Ιταλία αναμένεται τα επόμενα χρόνια να αποχωρήσει από την ΟΝΕ; 2) Πώς προδιαγράφεται το βραχυμεσοπρόθεσμο μέλλον της ιταλικής οικονομίας; Και 3) Αποχώρηση της Ιταλίας από την Ευρωζώνη θα προκαλούσε την κατάρρευση του οικοδομήματος της ΟΝΕ; Τα ανωτέρω ερωτήματα είναι αλληλένδετα. Μετά το 1990 και κυρίως μετά το 2000, η ιταλική οικονομία διέρχεται φάση έντονης αποδυνάμωσης της ανταγωνιστικότητας του οικονομικού της συστήματος, με συνέπεια οι μέσοι ετήσιοι αναπτυξιακοί της ρυθμοί να είναι οριακοί και να κινούνται γύρω στη μονάδα. Μπορεί η Ιταλία από άποψης απόλυτου επιπέδου ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν), να συγκαταλέγεται στις 15 ισχυρότερες οικονομίες της υφηλίου, ωστόσο η Ιταλία του σήμερα δεν είναι η Ιταλία του χθες. Τα τελευταία χρόνια η κάμψη του εξαγωγικού της εμπορίου χαρακτηρίζεται λίαν ανησυχητική, αντανακλώντας με τον πιο πειστικό τρόπο την συντελούμενη διαχρονική εξασθένηση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής της οικονομίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, την περίοδο 2008-2016 οι εξαγωγές της Ιταλίας σε αγαθά και υπηρεσίες από 646 εκτιμάται ότι ελαττώθηκαν σε 510 δις δολάρια ($). Απεναντίας, την περίοδο αυτή οι εξαγωγές ανταγωνιστικών της Ιταλίας χωρών, όπως Κίνα, Νότια Κορέα, Γερμανία, Ιαπωνία, ΗΠΑ, Ταιβάν, Ιρλανδία, Σουηδία, κ.λπ., σημείωσαν αισθητή άνοδο, εκτοπίζοντας τα ιταλικά βιομηχανικά προϊόντα, όπως αυτοκίνητα, είδη μηχανολογικού εξοπλισμού, προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, ηλεκτρικά είδη, κ.λπ., από τις διεθνείς αγορές. Ενδεικτική είναι η περίπτωση πασίγνωστων πολυεθνικών εταιριών της ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας, όπως Fiat, Alpha Romeo, Lancia, κ.ά., οι οποίες από το ζενίθ έχουν βρεθεί σήμερα στο ναδίρ. Σε συνθήκες κάμψης ή έστω στασιμότητας των εξαγωγών και διατήρησης των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα, αναπόφευκτο είναι η ιταλική οικονομία να χάνει πολύτιμο έδαφος στο πεδίο της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, αντιμετωπίζοντας έτσι σοβαρότατα αναπτυξιακά προβλήματα. Κάτω υπό αυτές τις αποκαρδιωτικές συνθήκες, πολύ πιθανό είναι η Ιταλία να έλθει αντιμέτωπη με το φάσμα αποχώρησής της από την ΟΝΕ. Η έξοδος της Ιταλίας από την Ευρωζώνη και η επάνοδός της στο νομισματικό καθεστώς της λιρέτας, θα απειλούσε τη συνοχή της ΟΝΕ; Με αυτό το φλέγον ερώτημα, που ενδιαφέρει άμεσα τη χώρα μας, θα ασχοληθούμε διεξοδικά στο αυριανό μας άρθρο.